Συζητήσεις με άλλους Διαμεσολαβητές δηλώνουν την ανάγκη να μοιραστώ ανησυχίες για το μέλλον της Διαμεσολάβησης στην Ελλάδα. Οι Διαμεσολαβητές εκφράζουν ερωτηματικά και αγωνία όχι μόνο για τις γνώσεις στη διαδικασία αλλά κυρίως για την κοινωνική διάστασή της που μπορεί να γεφυρώσει το κενό μεταξύ θεωρίας και πράξης εφόσον γίνουν κατανοητές οι κοινωνικές «δυνάμεις» μέσα στις οποίες οι Διαμεσολαβητές εργάζονται. Πιο καίριο και σημαντικό στοιχείο ακόμη είναι το γεγονός των κοινωνικών πιέσεων ως κύριο βήμα για την εξέλιξη του επαγγέλματος και τη διάκρισή του ανάμεσα σε άλλα.

Οι Διαμεσολαβητές αγωνίζονται για να διεξάγουν Διαμεσολαβήσεις ενώ οι πολίτες είναι ακόμη απληροφόρητοι για το τι γίνεται μέσα στη Διαμεσολάβηση, και παρόλο που ο νέος νόμος υποχρεώνει τους δικηγόρους να ενημερώσουν τους πελάτες τους, είναι καθήκον των Διαμεσολαβητών να εκπαιδεύσουν τους πολίτες στη διαδικασία. Εντελώς παράδοξο όμως είναι το γεγονός ότι ενώ οι Διαμεσολαβητές πασχίζουν να διαφοροποιηθούν από κάθε άλλη ιδιότητά τους, οι πρακτικές τους συχνά φανερώνουν την αγωνία τους να «πείσουν» πολίτες και δικηγόρους να προσέλθουν στη Διαμεσολάβηση είτε παρακαλώντας δικηγόρους να δοκιμάσουν τη διαδικασία, είτε δουλεύοντας χωρίς ιδιαίτερη προσοχή, ακόμη και στις ΥΑΣ, χρησιμοποιώντας πρακτικές που αρμόζουν σε ανταγωνιστικά επαγγέλματα, είτε ενημερώνοντας από την αρχή ακόμη της διαδικασίας τα μέρη για τις λεπτομέρειες του τρόπου που η συμφωνία τους στη διαδικασία καθίσταται τίτλος εκτελεστός ώστε να μην «ανησυχούν» στο μέλλον.

Είναι κατανοητό ότι υπάρχει αβεβαιότητα στην κοινωνία για τη διαδικασία και με τη διαπίστωση ότι υπάρχει ελλιπής πληροφόρηση των πολιτών για τη Διαμεσολάβηση, παρόλο το νόμο, οι Διαμεσολαβητές πασχίζουν για την ταυτότητά τους με τη νέα επαγγελματική ιδιότητα και προσεγγίζουν τακτικές από μοντέλα Διαμεσολάβησης διαφορετικά από αυτά που διδάσκονται και ισχύουν στην Ελλάδα και Ευρώπη, αλλά και παγκοσμίως, δηλαδή interest based model.

Η ενδυνάμωση για επαγγελματική ακεραιότητα των Διαμεσολαβητών είναι απαραίτητη τώρα όσο ποτέ άλλοτε. Είναι άκρως σημαντικό για τη Διαμεσολαβητική κοινότητα να εμψυχώνουμε βελτίωση πρακτικών στις οποίες οι Διαμεσολαβητές παραμένουν συνειδητά ουδέτεροι και αμερόληπτοι, ελέγχουν τη σύγκρουση συμφερόντων τους με ειλικρίνεια πριν τη Διαμεσολάβηση και γνωρίζουν τα όρια ηθικής της διαδικασίας και του ρόλου τους.

Οι δικηγόροι Διαμεσολαβητές, από την άλλη πλευρά, καταθέτουν ότι φέρνουν στη Διαμεσολάβηση πρακτικές από το δικηγορικό επάγγελμα και αναφέρουν ότι αυθόρμητα εξασκούν κάποια επιρροή και κατεύθυνση στα μέρη αρχίζοντας ακόμη και από την εναρκτήρια ομιλία τους. Αυτό το φαινόμενο φαίνεται να προέρχεται και από την άποψη ότι τις γνώσεις της Διαμεσολάβησης τις έχουν ήδη οι δικηγόροι πριν από ένα Δικαστήριο.

Συμφωνούμε, παρόλα αυτά, οι Διαμεσολαβητές ότι η Διαμεσολάβηση είναι κοινωνική ανάγκη και συνεπώς είναι συνδεδεμένη με κοινωνικές ικανότητες και εμπειρίες καθώς οι Διαμεσολαβητές χρειάζεται πρώτα να επιδείξουν τις κοινωνικές και ανθρώπινες αξίες που οι ίδιοι πιστεύουν και είναι εξοικειωμένοι. Η δυναμική αυτή εμπνέει εμπιστοσύνη στα μέρη να μιλήσουν για τα πολύ προσωπικά τους θέματα και ανάγκες διαφορετικά από τον τρόπο που μιλούν και εμπιστεύονται τους δικηγόρους τους. Παραδοσιακά οι Διαμεσολαβητές ήταν άνθρωποι γηραιότεροι τους οποίους τα μέρη σε σύγκρουση εμπιστεύονταν ως κοινωνικά άξια και σεβαστά πρόσωπα για να μιλήσουν ανοιχτά. Αυτή η πρακτική έφερνε κέρδος για όλη την κοινωνία στην επίλυση διαφορών. Τα μέρη σήμερα έμαθαν να στηρίζονται σε νομικές πρακτικές οι οποίες έχουν βάση το «δίκαιο» του ενός ή του άλλου. Η ανάγκη λοιπόν των Διαμεσολαβητών να πείσουν πολίτες, Δικαστές και δικηγόρους αλλά και την πολιτεία και Επιμελητήρια και Οργανισμούς για τα οφέλη της Διαμεσολάβησης δημιουργεί περιβάλλον πίεσης στους ίδιους αλλά και στα μέρη πριν ακόμη αρχίσει η Διαμεσολάβηση, και τούτο γίνεται ομοίως στη συνέχεια «κατευθυντικός» τρόπος επίλυσης διαφορών σε αντίθεση με τις πρακτικές και βασικές Αρχές της διαδικασίας.

Αυξάνοντας τα όρια της ηθικής της Διαμεσολάβησης καθίσταται σήμερα επαγγελματική και κοινωνική ανάγκη και προτεραιότητα για τους Διαμεσολαβητές. Δουλεύοντας με επιμέλεια για εξειδίκευση και σωστή μελέτη της διαδικασίας θα διαμορφώσει την σωστή εφαρμογή της στο μέλλον στην Ελλάδα. Ιδιαίτερα για κάποιες διαφορές όπως είναι οι οικογενειακές το συμφέρον των παιδιών είναι το κύριο θέμα στη διαδικασία και οι προσωπικές, καθόλα σεβαστές, ανησυχίες των γονέων χρειάζεται ιδιαίτερη ικανότητα και διαχείριση από τους Διαμεσολαβητές, με τρόπο ουδέτερο και αμερόληπτο αλλά με αυθεντικότητα και σεβασμό στα μέρη, ώστε να εστιάζουν σε αυτή την βοήθεια που έχουν ανάγκη τα μέρη για να συζητήσουν το γονεϊκό πλάνο και να πάρουν αποφάσεις. Αντίστοιχα σε άλλες συγκρούσεις, εμπορικές, εργασιακές και άλλες, η ιδιαιτερότητα της κάθε υπόθεσης απαιτεί εξαιρετική προσοχή και προετοιμασία των Διαμεσολαβητών και του ρόλου τους πριν τη διαδικασία.

Είναι γνωστό, σαφώς, στους Διαμεσολαβητές ότι η έννοια της «επίλυσης διαφορών» είναι εντελώς διαφορετική από την «Διαμεσολάβηση». Η Διαμεσολάβηση είναι ένας από τους πολλούς τρόπους επίλυσης διαφορών, όπως η διαιτησία (Arbitration), ο συμβιβασμός (Conciliation), δικαστική μεσολάβηση (Judicial Mediation), Δικαστήρια (Courts) και άλλοι τρόποι που λειτουργούν και εφαρμόζονται παγκοσμίως αλλά και στην Ελλάδα. Ως εκ τούτου η Διαμεσολάβηση λειτουργεί όχι μόνο διαφορετικά από τις άλλες μορφές επίλυσης συγκρούσεων, αλλά και οι Διαμεσολαβητές δεν είναι οι επαγγελματίες που «επιλύουν» τις διαφορές, αντίθετα βοηθούν τη διαπραγμάτευση των μερών βάσει των πραγματικών αναγκών τους και τα ίδια τα μέρη αποφασίζουν για το μέλλον της σχέσης τους. Η εκπαίδευση και εξέλιξη των Διαμεσολαβητών έχει άλλα στοιχεία από αυτά που εφαρμόζονται σε άλλες μορφές επίλυσης συγκρούσεων και κυρίως σε προσπάθειες «συμβιβασμού» των μερών από δικηγόρους. Η δικαστική μεσολάβηση επίσης έχει άλλο χαρακτήρα επίλυσης διαφορών εφόσον τα μέρη ενημερωθούν σωστά και οι Δικαστές προτείνουν τούτη ανάλογα με τη φύση της υπόθεσης. Η διαιτησία, παρομοίως, έχει διαφορετική δομή και εφαρμογή.

Ως εκ τούτου, η κοινωνική ανάγκη για τη Διαμεσολάβηση είναι δεδομένη. Οι δικηγόροι χρειάζεται να ενημερώνονται για τις διαφορές της Διαμεσολάβησης με άλλους τρόπους επίλυσης συγκρούσεων και στη συνέχεια η ενημέρωση στους πελάτες πρέπει να είναι συγκεκριμένη και εστιασμένη στις Αρχές της Διαμεσολάβησης και την ιδιαιτερότητά της σε σχέση με άλλες διαδικασίες. Οι Διαμεσολαβητές, ακόμη και στην ΥΑΣ, είναι απαραίτητο να ξεκαθαρίζουν με λεπτομέρειες το ρόλο τους και τα όρια της διαδικασίας.

Η Διαμεσολάβηση έχει κοινωνική διάσταση και είναι ανάγκη να αυξηθεί η προσοχή των Διαμεσολαβητών ώστε να λειτουργήσει το επάγγελμα στο μέλλον για όλη την κοινωνία αξιοποιώντας δυναμική, συνεργατική, Διαμεσολαβητική συμπεριφορά.

Βικτωρία Λιούτα
Διαμεσολαβήτρια
Εκπαιδεύτρια Διαμεσολαβητών