Ένα σημαντικό στοιχείο για τους Διαμεσολαβητές είναι πώς θα ξεχωρίσουν από τους διάφορους κώδικες ηθικής και δεοντολογίας τα βασικά πρότυπα που οι κώδικες έχουν κοινά. Οι κώδικες αυτοί – ο καθένας με διαφορετικές διατάξεις – μελετήθηκαν από τους Society of Professionals in Dispute Resolution, Academy of Family Mediators και American Bar Association, μεταξύ άλλων. Τα δέκα πρότυπα που αναλύονται πιο κάτω είναι το απάνθισμα αυτών που πιστεύω ως πρότυπα/αρχές ηθικής στη Διαμεσολάβηση.

Η λίστα, ως αναγκαία, υπεραπλουστεύει το θέμα. Ένα σύντομο άρθρο αδυνατεί να συλλάβει όλες τις πτυχές των ηθικών προτύπων. Ακόμη, η λίστα αυτή δανείζεται εμπειρία πολλών συγγραφέων του χώρου – βέβαια, ώστε το νόημα της λίστας δεν είναι αυθεντία αλλά μία προσπάθεια να διακρίνει τα πρότυπα στα οποία συμφωνούν όλοι. Τέλος, η λίστα αποτελεί εργασία συνεχόμενη, πρότυπα και αρχές εξελίσσονται στο χώρο της Διαμεσολάβησης. Παρόλο αυτά τα πιο κάτω είναι οι βασικές αρχές ηθικής στη Διαμεσολάβηση.

  1. Σύγκρουση συμφερόντων

Οι Διαμεσολαβητές πρέπει να αποφεύγουν να χειρίζονται υποθέσεις στις οποίες έχουν προσωπικό, επαγγελματικό ή οικονομικό συμφέρον στο αποτέλεσμα της σύγκρουσης. Αυτό το καθήκον γίνεται πιο περίπλοκο όταν το ενδιαφέρον του Διαμεσολαβητή είναι έμμεσο – πχ. εργάζεται σε εταιρεία με κάποιον που έχει συμφέρον στο αποτέλεσμα ή συνδέεται με είδος σχέσης με κάποιον που έχει τέτοιο συμφέρον. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το ερώτημα είναι πόσο έμμεσο είναι το συμφέρον; Είναι απλά θέμα γνωστοποίησης (στα μέρη) ή απαγορεύει την ανάληψη της υπόθεσης; Οι Διαμεσολαβητές πρέπει ακόμη να αποφεύγουν και την πιθανή σύγκρουση – Ο καθηγητής Frank Sadler μιλάει για εφαρμογή του «τεστ σε τίτλο εφημερίδας» (“headline test”): πώς θα αισθανόσασταν αν η πιθανή σύγκρουση συμφερόντων γινόταν πρωτοσέλιδος τίτλος εφημερίδας; Οι Διαμεσολαβητές δεν πρέπει να σφάλλουν στο θέμα της γνωστοποίησης. Αν η γνωστοποίηση γίνεται πριν αρχίσει η Διαμεσολάβηση, ώστε τα μέρη να έχουν την ευκαιρία να διαλέξουν άλλο Διαμεσολαβητή, η σύμφωνη γνώμη τους για αποδοχή του συγκεκριμένου Διαμεσολαβητή – κατόπιν λεπτομερούς γνωστοποίησης όλων των στοιχείων – γενικά διαλύει αμφιβολίες και πιθανή σύγκρουση. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όμως, ο Διαμεσολαβητής πρέπει να αρνείται την υπόθεση αν η σύγκρουση είναι τόσο σοβαρή ώστε ακόμη και με αποδοχή του (από τα μέρη) δεν διορθώνεται, ή το μέγεθος της απρέπειας είναι τόσο μεγάλο ώστε να μην δύναται να γνωστοποιηθεί.

  1. Όρια ικανότητας / επαγγελματικού ρόλου

Οι Διαμεσολαβητές έχουν υποχρέωση να γνωρίζουν τα όρια της ικανότητάς τους. Να αποφεύγουν να Διαμεσολαβούν υποθέσεις που δεν είναι ικανοί να διαχειριστούν, και να ενημερώνουν με ειλικρίνεια τα μέρη για την εμπειρία τους και τις γνώσεις τους. Πολλές φορές τα μέρη θέλουν Διαμεσολαβητή με συγκεκριμένη εμπειρία και γνώση (οικογενειακές διαφορές) ή με συγκεκριμένες δεξιότητες (διαπραγματεύσεις πολλών μερών). Πρέπει να σεβαστούμε την κρίση τους σε αυτά τα θέματα και να αποκαλύψουμε το βαθμό ικανότητας αφήνοντάς τους να αποφασίσουν. Κάποιες φορές αναλαμβάνουμε να Διαμεσολαβήσουμε όταν μπορεί να έχουμε έλλειψη ικανοτήτων. Είναι καθήκον μας να το απορρίψουμε, ακόμη και αν τα μέρη, έχοντας ακούσει την εμπειρία μας, μας διορίσουν. Προσέχοντας τα όρια του επαγγέλματος είναι συνέπεια αυτού του καθήκοντος. Ως Διαμεσολαβητές, πρέπει να αποφεύγουμε να δίνουμε συμβουλές από άλλα επαγγέλματα, ακόμη και αν έχουμε την άδεια του επαγγέλματος. Οι Διαμεσολαβητές που είναι μηχανικοί, ψυχολόγοι, δικηγόροι ή ό,τι είναι κάποιος, πρέπει να αφήνει τις μηχανικές, ψυχολογικές ή νομικές ανάγκες σε άλλους. Ακόμη κι αν γνωρίζουμε αυτά τα επαγγέλματα, υποβαθμίζουμε την αποτελεσματικότητά μας ως Διαμεσολαβητές όταν φοράμε δύο καπέλα.

  1. Αμεροληψία

Η Διαμεσολάβηση απαιτεί σύνδεσμο με τα μέρη και συμμετοχή, και είναι δύσκολο να συμμετέχουν τα μέρη δίχως να αναπτύσσονται κάποια συναισθήματα γι’ αυτά. Το καθήκον να παραμένουμε ουδέτεροι και ανεξάρτητοι σε όλη τη διάρκεια της Διαμεσολάβησης – από την αρχή ως το τέλος – δεν σημαίνει ότι αποσυρόμαστε από την υπόθεση αν αντιληφθούμε τέτοια συναισθήματα, αντίθετα, δρούμε με τέτοιο τρόπο ώστε αυτά τα συναισθήματα (οιαδήποτε κι αν είναι) να μην εκφράζονται. Οι λέξεις μας, οι τρόποι μας, η επιρροή, η γλώσσα του σώματος και η διαχείριση της διαδικασίας πρέπει να αντανακλούν δίκαιη προσέγγιση. Εάν τα συναισθήματά μας για τα μέρη είναι τέτοια ώστε να μην μπορούμε να είμαστε δίκαιοι μέσω της διαχείρισής τους, πρέπει να αποσυρόμαστε από την υπόθεση.

  1. Εκούσια / εθελοντικά

Παρόλο που κάποια μέρη προσέρχονται στη Διαμεσολάβηση διότι υποχρεούνται (είτε από Δικαστή, είτε με όρο σύμβασης) πρέπει να έχουν το δικαίωμα σε οιαδήποτε φάση να αποχωρούν από τη διαδικασία. Με άλλα λόγια, ακόμη και σε υποχρεωτικά μοντέλα Διαμεσολάβησης, το καθήκον των μερών είναι να συμμετέχουν «καλή τη πίστη» και να προσπαθούν να διαπραγματευτούν λύση. Παρ’ όλα αυτά οι Διαμεσολαβητές πρέπει να υπενθυμίζουν τα μέρη ότι οιαδήποτε συμφωνία είναι προϊόν δικής τους θέλησης και επιλογής, και επομένως μπορούν να αποσυρθούν από τη διαδικασία εάν δεν προχωράει σε συμφωνία που προτιμούν για εναλλακτική λύση – δηλ. συνέχιση της διαφωνίας τους ή επίλυση με διαφορετικό τρόπο.

  1. Εμπιστευτικότητα

Υπάρχουν δύο θέματα για την υποχρέωση εμπιστευτικότητας. Πρώτον, οι Διαμεσολαβητές πρέπει να εξασφαλίσουν την ιδιωτικότητα και εμπιστευτικότητα της διαδικασίας σε σχέση με τρίτα πρόσωπα – δηλ. εκτός της διαδικασίας. Δεύτερον, όταν οι Διαμεσολαβητές συναντιούνται, τυχόν, ξεχωριστά με ένα από τα μέρη, πρέπει να διατηρούν την εμπιστευτικότητα όσων λέγονται στην κατ’ ιδίαν συνάντηση και το ένα μέρος δεν επιθυμεί να γνωστοποιηθούν στο άλλο. Επιπλέον, οι Διαμεσολαβητές έχουν καθήκον να πληροφορήσουν τα μέρη σε περίπτωση ορίων εμπιστευτικότητας, όπως βία σε ανηλίκους ή αδίκημα.

  1. Μην προκαλέσετε κακό / Μην βλάψετε

Αυτή η οικεία αρχή (δανεισμένη από τον όρκο του Ιπποκράτη) απαιτεί από τους Διαμεσολαβητές να αποφύγουν να διενεργούν τη διαδικασία με τρόπο που βλάπτει τους συμμετέχοντες ή χειροτερεύει την σύγκρουσή τους / επιδεινώνει τη διαφωνία τους. Κάποιοι άνθρωποι υποφέρουν από συναισθηματικές διαταραχές που καθιστούν τη Διαμεσολάβηση δυνητικά επιβλαβή ψυχολογικά. Κάποιοι άνθρωποι έρχονται στη Διαμεσολάβηση σε μία κατάσταση που δεν είναι έτοιμοι να παρευρίσκονται. Κάποιοι άνθρωποι είναι πρόθυμοι και ικανοί να συμμετέχουν, αλλά οι Διαμεσολαβητές διαχειρίζονται τη διαδικασία με ένα τρόπο που πυροδοτεί την ανταγωνιστικότητα μεταξύ τους αντί να την επιλύει. Πρέπει να μπορούμε να τροποποιούμε τη διαδικασία (είτε με κατ’ ιδίαν συνάντηση, είτε με τους δικηγόρους) όπου χρειάζεται, και να τερματίζουμε τη διαδικασία εάν γίνεται εμφανές ότι, ακόμη και αν την τροποποιούμε, η Διαμεσολάβηση είναι ακατάλληλη ή επιβλαβής. Με μία λέξη, πρέπει να αποφεύγουμε να ρίχνουμε λάδι στη φωτιά. Για να είμαστε σίγουροι, υπάρχουν περιπτώσεις στη Διαμεσολάβηση (όπως ιατρικά θέματα) όπου το πρόβλημα μπορεί να πρέπει να γίνει χειρότερο ώστε να βελτιωθεί αργότερα. Η αποσυμφόρηση συναισθημάτων μπορεί να είναι επώδυνη διαδικασία. Πριν χρησιμοποιηθεί αυτή η τεχνική, όμως, οι Διαμεσολαβητές πρέπει να αισθάνονται σίγουροι ότι έχουν την ικανότητα και την εμπειρία να αποφύγουν να κάνουν τα πράγματα χειρότερα.

  1. Αυτοδιάθεση

Η αυτονομία των μερών είναι μία από τις βασικές αρχές της Διαμεσολάβησης. Υποστηρίζοντας και ενθαρρύνοντας τα μέρη στη Διαμεσολάβηση να πάρουν δικές τους αποφάσεις (προσωπικά και μαζί) για την επίλυση της διαφοράς τους, αντί να επιβάλλονται οι ιδέες του Διαμεσολαβητή και των άλλων, είναι θεμέλιο της Διαμεσολάβησης. Οι Διαμεσολαβητές συχνά ρωτούνται από τα μέρη: τι δουλειά κάνετε; Τι πιστεύετε είναι δίκαιο; Τι συνήθως θα έλεγε ένας Δικαστής σε αυτή την περίπτωση; Η δουλειά μας είναι να βοηθούμε τα μέρη να βρουν μόνοι τους τις απαντήσεις, δηλ. να φτάσουν σε λύση που ικανοποιεί το δικό τους βαθμό δίκαιου αντί το δικό μας. Οι Διαμεσολαβητές πρέπει ακόμη να εμποδίσουν το ένα μέρος να κυριαρχήσει του άλλου στη Διαμεσολάβηση και που επιδρά στις αποφάσεις τους.

  1. Διαμορφωμένη συγκατάθεση

Μία εθελοντική επίλυση διαφοράς με αυτοπροσδιορισμό των μερών υπηρετεί τις ανάγκες των μερών μόνον όταν υπάρχει διαμορφωμένη συγκατάθεση. Παρόλο που ο Διαμεσολαβητής δεν χρειάζεται να είναι η πηγή της ενημέρωσης, πρέπει να εξασφαλίσει στα μέρη ότι έχουν αρκετά δεδομένα να αξιολογήσουν τις επιλογές τους προς συμφωνία και τις εναλλακτικές τους. Εάν τα μέρη δεν έχουν αυτά τα δεδομένα και τις πληροφορίες, οι Διαμεσολαβητές πρέπει να τους μιλήσουν για τον τρόπο που μπορούν να τα βρουν.

  1. Υποχρεώσεις σε τρίτους

Με τον ίδιο τρόπο που οι Διαμεσολαβητές δεν πρέπει να βλάψουν τα μέρη, πρέπει να αναλογιστούν αν η προτεινόμενη συμφωνία ενδέχεται να βλάψει άλλους που δεν συμμετέχουν στη διαδικασία. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό όταν τρίτα πρόσωπα που επηρεάζονται από μία συμφωνία σε Διαμεσολάβηση είναι παιδιά ή ευάλωτα άτομα (όπως ηλικιωμένοι ή ασθενείς). Σε κάποιες περιπτώσεις, τα πληγέντα τρίτα πρόσωπα μπορεί να είναι το ευρύ κοινό – πχ. σε περίπτωση που αφορά θέματα για ελαττωματική κατασκευή ενός δημόσιου έργου, όπως γέφυρα ή αυτοκινητόδρομος. Εφόσον τα τρίτα πρόσωπα δεν συμμετέχουν άμεσα στη διαδικασία, οι Διαμεσολαβητές έχουν υποχρέωση να ζητήσουν από τα μέρη πληροφορίες σχετικά με τον αντίκτυπο τέτοιας συμφωνίας σε άλλους και να τους ενθαρρύνουν να αναλογιστούν τα συμφέροντα ενός ή περισσοτέρων τρίτων μερών στις συζητήσεις στη διαδικασία.

  1. Ειλικρίνεια / τιμιότητα

Για τους Διαμεσολαβητές, η υποχρέωση της τιμιότητας σημαίνει, μεταξύ άλλων, πλήρη και δίκαιη γνωστοποίηση, α) των προσόντων και εμπειρίας τους, β) αμοιβών για τα μέρη στη διαδικασία, γ) οιαδήποτε άλλη πτυχή της Διαμεσολάβησης που μπορεί να επηρεάσει την θέλησή τους να συμμετέχουν στη διαδικασία. Τιμιότητα σημαίνει ότι λέτε την αλήθεια όταν βλέπετε ξεχωριστά τα μέρη. Για παράδειγμα, εάν το μέρος (Α) εμπιστευτικά αποκαλύπτει τις «τελικές προσφορές» του και το μέρος (Β) ρωτά τον Διαμεσολαβητή ποια είναι η τελική προσφορά του άλλου, μη απαντώντας είναι ανέντιμο. (αντ’ αυτού οι Διαμεσολαβητές μπορούν να απαντήσουν ό,τι έχουν συζητήσει μία σειρά γεγονότων και στοιχείων με το μέρος (Α) σε εμπιστευτική βάση και επομένως δεν μπορεί να απαντήσει στην ερώτηση, με τον ίδιο τρόπο που θα έκαναν για θέματα που έμαθαν από το μέρος (Β). Όταν Διαμεσολαβούμε σε κατ’ ιδίαν συναντήσεις και εμπιστευτικά με τα μέρη, οι Διαμεσολαβητές είναι σε μία μοναδική θέση: να μην καταχραστούμε την εμπιστοσύνη των μερών προς εμάς ακόμη και αν πιστεύουμε ότι κάμπτοντας την αλήθεια θα προωθήσει την συμφωνία.

Πηγή

David Hoffman “Ten Principles of Mediation Ethics”

Μετάφραση & επιμέλεια κειμένων:

Βικτωρία Λιούτα
Διαμεσολαβήτρια και Εκπαιδεύτρια Διαμεσολαβητών ΚΕ.ΔΙ.ΛΑΣ