Την 15η-1-2020 τέθηκε σε ισχύ η πρώτη περίπτωση του άρθρου 6 Ν 4640/2019 η οποία αφορά σημαντικό μέρος των οικογενειακών διαφορών. Ακολουθεί δε στις 15-3-2020 η εφαρμογή της δεύτερης περίπτωσης που αφορά διαφορές τακτικής διαδικασίας, όπως αναλύεται κατωτέρω. Ο Ν. 4640/2019 στο άρθρο 6 εισάγει την υπαγωγή περιοριστικά αναφερόμενων στο σχετικό άρθρο υποθέσεων σε υποχρεωτική αρχική συνεδρία Διαμεσολάβησης (ΥΑΣ). Με την εισαγωγή αυτής της υποχρέωσης ο Έλληνας νομοθέτης αποσκοπεί στην εναρμόνιση με το άρθρ. 2 παρ. 1 της Οδηγίας της Ε.Ε. 2008/52/ΕΚ, στο οποίο προβλέπεται ως ένας εκ των τρόπων υπαγωγής διαφορών σε Διαμεσολάβηση «η υποχρέωση Διαμεσολάβησης δυνάμει του εθνικού δικαίου».

Η Διαμεσολάβηση, ως διαδικασία εξωδικαστικής επίλυσης, φέρει εκούσιο χαρακτήρα υπό την έννοια ότι τα μέρη έχουν την ευθύνη της διαδικασίας και μπορούν να την οργανώσουν κατά την επιθυμία τους και να την ολοκληρώσουν οποιαδήποτε στιγμή. Η υποχρέωση σε αρχική συνεδρία Διαμεσολάβησης ως προστάδιο της προσφυγής στις δικαστικές διαδικασίες διαφυλάττει τόσο αυτόν τον εκούσιο χαρακτήρα όσο και το δικαίωμα στον φυσικό δικαστή, καθώς οι προθεσμίες παραγραφής ή αποσβεστικής προθεσμίας, καθώς και σχετικές δικονομικές προθεσμίες αναστέλλονται ενόσω διαρκεί η διαδικασία Διαμεσολάβησης. Η υποχρέωση του άρθρου 6 του Ν. 4640/2019 πρακτικά συνίσταται στη συμμετοχή των μερών σε κοινή συνεδρία κατά την οποία ο Διαμεσολαβητής ενημερώνει, δίνει κατευθύνσεις και διασαφηνίσεις επί της διαδικασίας της Διαμεσολάβησης και των πλεονεκτημάτων και δυνατοτήτων της σε σχέση με τη συγκεκριμένη υπόθεση τους. Στη συνέχεια, σε περίπτωση κατά την οποία τα μέρη δεν επιθυμούν να ακολουθήσουν την διαδικασία Διαμεσολάβησης, επιλέγοντας να μην αδράξουν αυτή την ευκαιρία αυτόνομης επίλυσης της διαφοράς τους συνεπικουρούμενοι από τον Διαμεσολαβητή, τότε το σχετικό πρακτικό  της ΥΑΣ κατατίθεται μαζί με τις προτάσεις επί της αγωγής που τυχόν θα ασκηθεί. Η μη τήρηση της υποχρεωτικότητας των διατάξεων περί ΥΑΣ συνεπάγεται το απαράδεκτο της συζήτησης της αγωγής.

Οι διαφορές, οι οποίες υπάγονται σε ΥΑΣ, είναι συγκεκριμένες διαφορές εμπορικού και αστικού δικαίου, εφόσον τα μέρη έχουν εξουσία διάθεσης του αντικειμένου της διαφοράς. Ως δε εξουσία διάθεσης ορίζεται η εξουσία που παρέχει το συγκεκριμένο δικαίωμα και έχει ως άμεσο αποτέλεσμα τη δυνατότητα μεταβολής του, ήτοι τη μεταβίβαση, την αλλοίωση, την επιβάρυνση ή την απόσβεσή του. Αυτή η εξουσία δεν πρέπει να έχει αφαιρεθεί με ειδική διάταξη ή με δικαστική απόφαση και να μην προσκρούει σε διατάξεις αναγκαστικού δικαίου.

Οι διαφορές που υπάγονται σε ΥΑΣ είναι οι εξής:

Ι.

Διαφορές για τις οποίες προβλέπεται σε έγγραφη συμφωνία των μερών και είναι σε ισχύ ρήτρα Διαμεσολάβησης. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 7 του Ν. 4640/2019 ως ρήτρα Διαμεσολάβησης, νοείται «η έγγραφη συμφωνία των μερών για προσφυγή στη Διαμεσολάβηση, που αφορά μελλοντικές διαφορές και αναφέρεται σε συγκεκριμένη έννομη σχέση, από την οποία θα προέλθουν οι διαφορές.» Επομένως, για διαφορές δεκτικές Διαμεσολάβησης, οι οποίες δεν υπάγονται στις κατωτέρω δύο περιπτώσεις (άρθρο 6 παρ. 1 περ. α και β), αν προβλεφθεί εκ προοιμίου εγγράφως ρήτρα Διαμεσολάβησης, υπάγονται και αυτές υποχρεωτικώς σε αρχική συνεδρία Διαμεσολάβησης επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης της σχετικής αγωγής είτε αυτή έχει ήδη ασκηθεί, είτε θα ασκηθεί μεταγενέστερα.

Πρόκειται για μια από τις πιο καίριες καινοτομίες του Ν. 4640/2019 σε σχέση με το προ ισχύον δίκαιο, καθώς καθιερώνει -κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο πλέον- την δεσμευτικότητα των ρητρών Διαμεσολάβησης. Η συγκεκριμένη διάταξη έχει τεθεί σε ισχύ ήδη από την έναρξη ισχύος του νόμου.

ΙΙ.

Διαφορές εκδικαζόμενες κατά την τακτική διαδικασία της καθ’ ύλην αρμοδιότητας του Μονομελούς Πρωτοδικείου, αν το αντικείμενο της διαφοράς υπερβαίνει τις 30.000 €, καθώς και Πολυμελούς Πρωτοδικείου. Οι διαφορές που υπάγονται σε τακτική διαδικασία είναι πολυάριθμες και πηγάζουν από όλο το φάσμα του αστικού και εμπορικού δικαίου. Πρόκειται μεταξύ άλλων για διαφορές ενοχικού (συμβάσεις, αποζημιώσεις, αδικοπραξίες κ.λπ.) εμπραγμάτου, κληρονομικού, εμπορικού και τραπεζικού δικαίου.

ΙΙΙ.

Περαιτέρω, όλες οι οικογενειακές διαφορές πλην του διαζυγίου, της ακύρωσης γάμου, της αναγνώρισης της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας του γάμου, της προσβολής της πατρότητας, της προσβολή της μητρότητας, της αναγνώρισης ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει σχέση γονέα και τέκνου, της ανάθεσης της γονικής μέριμνας, της αναγνώρισης ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει ή ότι είναι άκυρη η εκούσια αναγνώριση ενός τέκνου χωρίς γάμο των γονέων του ή η εξομοίωσή του με τέκνο γεννημένο σε γάμο λόγω επιγενόμενου γάμου των γονέων του, της προσβολής της εκούσιας αναγνώρισης, της αναγνώρισης ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει ή είναι άκυρη υιοθεσία ή η λύση της, και τέλος της αναγνώρισης ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει επιτροπεία.

Είναι σημαντικό να ληφθεί υπ’ όψη ότι εξαιρούνται της ανωτέρω υποχρέωσης διαφορές στις οποίες διάδικο μέρος είναι το Δημόσιο, Ο.Τ.Α ή Ν.Π.Δ.Δ. ανεξαρτήτως της φύσεως της διαφοράς. Δηλαδή ούτε στις περιπτώσεις, στις οποίες το Δημόσιο δεν ενεργεί με την ιδιότητα του fiscus (αλλά λχ. ως μισθωτής ακινήτου).

Τέλος, η προσφυγή των μερών στην δικαστική μεσολάβηση του άρθρου 214Β ΚΠολΔ δεν απαλλάσσει από την υποχρέωση σε αρχική συνεδρία Διαμεσολάβησης.

Στο Β’ Μέρος θα παρουσιαστεί η διαδικασία της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας.

Σύνταξη κειμένου:

Σοφία Γ. Κολλιοπούλου
Δικηγόρος – διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια


Επιμέλεια κειμένου:

Μπερναντέτ Παπαβασιλείου-Σρέκενμπεργκ
Δικηγόρος – διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια (CIArb, Υπ. Δικαιοσύνης)
Συντονίστρια Διαμεσολάβησης του Οργανισμού Διαιτησίας & Διαμεσολάβησης
του Ελληνογερμανικού Βιομηχανικού και Εμπορικού Επιμελητηρίου
Εκπαιδεύτρια Διαμεσολαβητών (CEDR-Trainer/E-Learning ΕΚΠΑ)