Σύμφωνα με το ν. 4512/2018, ως «Διαμεσολαβητής» νοείται τρίτο πρόσωπο σε σχέση με τους διαδίκους και τη διαφορά, που αναλαμβάνει να Διαμεσολαβήσει με κατάλληλο, αποτελεσματικό και αμερόληπτο τρόπο, διευκολύνοντας τα συμμετέχοντα μέρη να βρουν μια κοινά αποδεκτή λύση της διαφοράς τους.

Ο Διαμεσολαβητής λοιπόν είναι τρίτο πρόσωπο σε σχέση με τους διαδίκους και συνεπώς είναι ουδέτερος/αμερόληπτος προς τη διένεξη και τα διάδικα μέρη.

Και πώς επιλέγεται αυτό το τρίτο πρόσωπο; Πρέπει να αποτελέσει κριτήριο βαρύνουσας σημασίας η εν γένει εμπειρία του ως Διαμεσολαβητής, ή η εξειδίκευσή του σε συγκεκριμένο τομέα, που άπτεται του αντικειμένου της διαφοράς; Απαιτείται, να έχει εξειδικευμένες γνώσεις; Ο συνδυασμός εμπειρίας και εξειδίκευσης είναι σαφώς επιθυμητός, αλλά ο καλός Διαμεσολαβητής, με γνώση της διαδικασίας και άνετος στη χρήση των κατάλληλων τεχνικών, εύκολα μπορεί να βοηθήσει τα μέρη να φύγουν από τις θέσεις τους και να δουν τα πραγματικά τους συμφέροντα που θα τους οδηγήσουν στην επίλυση της διαφοράς τους.

Παράλληλα, ενυπάρχει και ο προβληματισμός, -πολλών θα έλεγα-, αν ο Διαμεσολαβητής πρέπει να είναι δικηγόρος ή να έχει άλλο επάγγελμα, άρα μη νομική παιδεία, όπως π.χ. ένας πολιτικός μηχανικός σε υπόθεση που η διαφωνία άπτεται τεχνικών γνώσεων μηχανικού. Η πλάστιγγα γέρνει σαφώς υπέρ της επιλογής ενός δικηγόρου Διαμεσολαβητή, γιατί όπως αναλυόταν εκτενώς στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3898/2010 και συγκεκριμένα στο άρθρο 4: «Ο δικηγόρος ενώνει στο πρόσωπό του πολλές ιδιότητες που απαντώνται στο ιδεατό πρότυπο του Διαμεσολαβητή. Έχει υψηλό επίπεδο νομικών γνώσεων, υπάγεται ήδη σε έναν αυστηρό κώδικα επαγγελματικής δεοντολογίας, δεν αποτελεί κύριο όργανο απονομής δικαιοσύνης με την έννοια της δυνατότητας έκδοσης δεσμευτικών αποφάσεων από τον ίδιο και δεν έχει λόγο να μην εμφορείται από πνεύμα συμφιλίωσης, ενώ παράλληλα διαθέτει εμπειρία συγκρουσιακών καταστάσεων μέσα από την καθημερινή του τριβή στα ακροατήρια των δικαστηρίων. Άλλωστε, είναι ο πρώτος στον οποίο απευθύνονται συνήθως οι πολίτες στο πλαίσιο της διαφοράς τους, ώστε να είναι και ο πρώτος που μπορεί να συστήσει, ως εναλλακτικό τρόπο επίλυσης της διαφοράς, τη Διαμεσολάβηση.». Απαιτείται όμως τελικά για την επίλυση μιας διαφοράς, ο Διαμεσολαβητής να έχει νομική παιδεία; Η απάντηση είναι απλή, ΟΧΙ.

Και τι γίνεται σε περίπτωση που τα μέρη είναι διαφορετικής πολιτισμικής προέλευσης από το Διαμεσολαβητή; Μπορεί να αναλάβει επιτυχώς τη Διαμεσολάβηση; Σε αυτή την περίπτωση, είναι πολύ σημαντικό για το Διαμεσολαβητή να το γνωρίζει εκ των προτέρων, ώστε να μπορεί να κατανοήσει τους τρόπους συμπεριφοράς των μερών, αλλά και για να είναι ο ίδιος ο Διαμεσολαβητής απαλλαγμένος από προκαταλήψεις και στερεότυπα και μέσα από τη γνώση αυτή να μπορέσει να δημιουργήσει διαύλους επικοινωνίας, αφού η επικοινωνία σε κάθε κουλτούρα έχει διαφορετικό ύφος.

Η λάθος επιλογή του Διαμεσολαβητή είναι ένας από τους σοβαρούς λόγους αποτυχίας της Διαμεσολάβησης.

Πηγή: «Η ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΝΟΜΟ 3898/2010 – ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ» Βασιλική Σκορδάκη, Αθήνα 2012

Βασιλική Δημ. Σκορδάκη
Δικηγόρος Αρείου Πάγου & Συμβουλίου της Επικρατείας, Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια, Εκπαιδεύτρια Διαμεσολαβητών – Solicitor Αγγλίας & Ουαλίας