Στις 28 Ιουνίου 2018 η Διοικητική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου εξέδωσε την υπ’ αριθ. 34/2018 απόφαση, σύμφωνα με την οποία η υποχρεωτική Διαμεσολάβηση που εισάγει ο Ν. 4512/2018 για ορισμένες κατηγορίες αστικών και εμπορικών υποθέσεων αντιβαίνει προς τις διατάξεις του Συντάγματος, της ΕΣΔΑ, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ενωσιακού δικαίου.

Συγκεκριμένα, έγινε δεκτό ότι η ρύθμιση για την υποχρεωτική Διαμεσολάβηση παραβιάζει το δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας κυρίως λόγω της οικονομικής επιβάρυνσης, που η υποχρέωση αυτή συνεπάγεται για τα μέρη. Στην πολυσέλιδη απόφαση, που περιλαμβάνει και τα πρακτικά της συζήτησης, εκτίθενται αναλυτικά τα επιχειρήματα τόσο υπέρ όσο και κατά της ρύθμισης. Σημειωτέων, η απόφαση εκδόθηκε με οριακή πλειοψηφία 21-17.

Η απόφαση δεν είναι μεν δεσμευτική, ωστόσο μένει να δει κανείς ποια θα είναι η επιρροή της στο προσεχές διάστημα τόσο σε νομοθετικό όσο και σε δικαιοδοτικό επίπεδο. Στο πλαίσιο αυτό, θα ήταν σκόπιμο να γίνουν –έστω συνοπτικά– οι ακόλουθες διευκρινίσεις σχετικά με τον σκοπό, το περιεχόμενο και τις συνέπειες των κρίσιμων διατάξεων:

  1. Σκοπός της ρύθμισης η ταχεία και αποτελεσματική πρόσβαση στη δικαιοσύνη

Ο μεγάλος αριθμός υποθέσεων που εισάγονται στα δικαστήρια, η συχνή κατάχρηση δικονομικών δυνατοτήτων και οι ελλείψεις και δυσλειτουργίες στην υλικοτεχνική υποδομή, έχουν επηρεάσει την αποτελεσματική λειτουργία της δικαιοσύνης. Η θεσμοθέτηση της Διαμεσολάβησης διεθνώς αλλά και στη χώρα μας κατά βάση αποσκοπεί στην αντιμετώπιση του φόρτου εργασίας των δικαστηρίων και των προβλημάτων που αυτή προκαλεί.

  1. Ο προαιρετικός χαρακτήρας της Διαμεσολάβησης

Αν και το άρθρο 182 Ν. 4512/2018 φέρει τον τίτλο «Υποχρεωτικότητα», στην ουσία η Διαμεσολάβηση δεν έχει απωλέσει τον προαιρετικό της χαρακτήρα και παραμένει μια αμιγώς εκούσια διαδικασία. Υποχρεωτική είναι μόνο η πρώτη ενημερωτική συνεδρία των μερών της διαφοράς με τον Διαμεσολαβητή. Αν κατά την αρχική αυτή συνεδρία τα μέρη δεν συμφωνήσουν να προχωρήσουν σε διαδικασία Διαμεσολάβησης, τότε θεωρείται ότι έχει πληρωθεί η σχετική υποχρέωση που τάσσει ο νόμος και ο Διαμεσολαβητής συντάσσει πρακτικό αποτυχίας, το οποίο προσκομίζεται στο δικαστήριο, προκειμένου να συζητηθεί το ένδικο βοήθημα. Δηλαδή, τα μέρη δεν υποχρεούνται να επιλύσουν τη διαφορά τους με τη Διαμεσολάβηση ούτε καταργείται η δυνατότητά τους να προσφύγουν στα δικαστήρια για την παροχή έννομης προστασίας.

  1. Το κόστος της Διαμεσολάβησης

Η Διαμεσολάβηση είναι εξαιρετικά οικονομική διαδικασία, ιδίως αν συγκριθεί με τη δικαστική διαδικασία. Σε αυτό συντείνουν η ταχεία επίλυση της διαφοράς σε συνδυασμό με τη μη υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου και εξόδων υπέρ του Δημοσίου για την έκδοση απογράφου, παρά μόνο ενός παράβολου ύψους 50 ευρώ, προκειμένου η συμφωνία που απορρέει από τη Διαμεσολάβηση να καταστεί εκτελεστός τίτλος.

Η αμοιβή του Διαμεσολαβητή συμφωνείται ελεύθερα από τα μέρη με γραπτή συμφωνία και προκαταβάλλεται από αυτά, συνήθως εξ ημισείας. Ο νόμος ορίζει ότι αν δεν υπάρχει γραπτή συμφωνία, η αμοιβή του Διαμεσολαβητή είναι 170 ευρώ για απασχόληση έως δύο ώρες και 100 ευρώ την ώρα για απασχόληση από δύο ώρες και πάνω. Σε περίπτωση που υπάρχει γραπτή συμφωνία, το ύψος της αμοιβής καθορίζεται ελεύθερα από τα μέρη και τον Διαμεσολαβητή, και μπορεί να είναι κατώτερο των προαναφερθέντων ποσών. Ο νόμος περιλαμβάνει ειδικές ρυθμίσεις για τις διαφορές που αφορούν διατροφή, μικροδιαφορές ή άλλες ειδικές διαδικασίες (κατώτερες αμοιβές που ξεκινούν από τα 50 ευρώ). Κάθε μέρος αναλαμβάνει την αμοιβή του δικηγόρου που το συνοδεύει, η οποία επίσης συμφωνείται ελεύθερα.

Επισημαίνεται ότι στις καταναλωτικές διαφορές και τις μικροδιαφορές δεν απαιτείται να παρίσταται δικηγόρος, γεγονός που μειώνει περαιτέρω το κόστος της Διαμεσολάβησης. Στην ίδια κατεύθυνση, πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι από τις διατάξεις περί υποχρεωτικής Διαμεσολάβησης εξαιρούνται ρητώς οι πολίτες με χαμηλά εισοδήματα.

Ζήτημα θα μπορούσε να τεθεί σχετικά με την πρόβλεψη ποινών για τον διάδικο που παραβιάζει τις διατάξεις περί υποχρεωτικής Διαμεσολάβησης. Συγκεκριμένα, προβλέπεται ότι με την απόφαση του δικαστηρίου που επιλαμβάνεται της διαφοράς μπορεί να επιβληθεί στον διάδικο που δεν προσήλθε στη διαδικασία της Διαμεσολάβησης χρηματική ποινή από 120 ευρώ έως 300 ευρώ και επιπλέον χρηματική ποινή μέχρι ποσοστού 0,2% επί του αντικειμένου της διαφοράς. Δεδομένης της πρόβλεψης περί απαραδέκτου της συζήτησης του ενδίκου βοηθήματος σε περίπτωση που ο διάδικος δεν προσέλθει στην αρχική συνεδρία με τον έτερο διάδικο και τον Διαμεσολαβητή, η διάταξη περί επιβολής ποινών είναι πράγματι αμφίβολης σκοπιμότητας και χρησιμότητας, και ίσως θα έπρεπε να επανεξεταστεί σε μια μελλοντική τροποποίηση του νόμου. Προς το παρόν, αρκεί να επισημανθεί ότι η επιβολή των ποινών δεν είναι σε καμιά περίπτωση υποχρεωτική, αλλά εναπόκειται στην κρίση του δικαστηρίου, το οποίο θα λάβει υπόψη το σύνολο των περιστάσεων και της συμπεριφοράς του διαδίκου.

Βασιλική Κουμπλή
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω – Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια