Από τα πρώτα πράγματα που μαθαίνει ο εκπαιδευόμενος Διαμεσολαβητής είναι, ότι η Διαμεσολάβηση ως διαδικασία, βασίζεται στα μέρη. Το ιδανικό για τα μέρη της Διαμεσολάβησης, είναι λοιπόν, να καταλάβουν τους όρους για την επίλυση των διαφορών τους. Ο Διαμεσολαβητής μπορεί να διευκολύνει τη διαδικασία, βοηθώντας τα μέρη να επικοινωνούν με σαφήνεια και να επικεντρωθούν στις ανάγκες, τις αξίες, τους στόχους και τους φόβους τους.

Μερικοί Διαμεσολαβητές πιστεύουν, ότι η ανταλλαγή ιδεών –brainstorming– με σκοπό την επίλυση ζητημάτων, πρέπει πάντα να προέρχεται από τα ίδια τα μέρη και ποτέ από τον Διαμεσολαβητή. O Διαμεσολαβητής, σε αντίθεση με τα μέρη, έχει εμπειρία. Η πρόωρη εξωτερίκευση της εμπειρίας μπορεί να οδηγήσει έναν Διαμεσολαβητή να βραχυκυκλώσει τη διαδικασία, προτείνοντας λύσεις προτού οι πελάτες έχουν την ευκαιρία να φθάσουν στις δικές τους λύσεις.

Είναι δύσκολο, ο Διαμεσολαβητής να μην αναμειχθεί και να παρακολουθεί τα μέρη να προσπαθούν να βρουν απάντηση, ιδίως όταν η απάντηση είναι τόσο προφανής για αυτόν. Αλλά, είναι σημαντικό για τα μέρη να δοκιμάσουν και να έχουν αυτή τη βιωματική εμπειρία και να βιώσουν αισθήματα απογοήτευσης.

Ο Διαμεσολαβητής δεν μπορεί να παρέχει νομικές συμβουλές στα μέρη. Διότι πρέπει να παραμείνει ουδέτερος προς τα δύο μέρη της διαφοράς, ενώ οι νομικές συμβουλές θα μπορούσαν να κάνουν κάποιο μέρος να νιώσει, ότι ο Διαμεσολαβητής παίρνει την πλευρά του άλλου μέρους. Εάν ο Διαμεσολαβητής είναι δικηγόρος, η παροχή συμβουλών που ωφελούν ένα μέρος έναντι άλλου μέρους, αποτελεί σαφή παραβίαση των κανόνων δεοντολογίας. Ωστόσο, μπορεί να παρέχει «πληροφορίες» σχετικά με το νόμο. Μπορεί για παράδειγμα, να αναλύσει τις αποφάσεις των δικαστικών υποθέσεων στα μέρη ή να αναλύσει τα καταστατικά και τους κανονισμούς με τα μέρη, αλλά να τους αφήσει να καταλήξουν στα δικά τους συμπεράσματα.

Βεβαίως, ορισμένα κράτη απαιτούν το αποτέλεσμα της Διαμεσολάβησης να συμμορφώνεται στο Νόμο. Αυτό ισχύει συχνά στις οικογενειακές υποθέσεις, στις οποίες μια συμφωνία διαζυγίου πρέπει να πληροί νόμιμα και δίκαια πρότυπα. Εάν η συμφωνία δεν πληροί τα νομικά πρότυπα, ο δικαστής δε θα διατάξει την έκδοση του διαζυγίου σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας και ο δικαστής μπορεί να ζητήσει να αλλάξουν ένα σημαντικό όρο στη συμφωνία τους πριν την έκδοση του διαζυγίου.

Τα μέρη δεν θέλουν έναν Διαμεσολαβητή που απλώς επιδοκιμάζει τις ιδέες τους ή που πάντα επιλύει ένα ζήτημα με βάση τις προτάσεις τους. Η Διαμεσολάβηση μπορεί επίσης να ευδοκιμήσει όταν ένας Διαμεσολαβητής λέει στα μέρη την «αλήθεια» του για ένα θέμα. Μπορεί να είναι η αλήθεια του Διαμεσολαβητή και όχι των ίδιων των μερών αλλά τα μέρη μερικές φορές πραγματικά θα ήθελαν να γνωρίζουν την προσωπική άποψη του Διαμεσολαβητή σε ένα ζήτημα.

Ο Διαμεσολαβητής δεν έχει πάντα τον ρόλο να προωθεί την ιδέα ότι κάθε διαφορά έχει δύο ίσες πλευρές. Αυτό θα προωθούσε μια ψευδή ισοδυναμία μερών. Ο Διαμεσολαβητής νιώθει μερικές φορές, ότι τα μέρη τον αντιμετωπίζουν ως κριτή, όπως αμερόληπτα και ουδέτερα θα αντιμετώπιζε τη διαφορά ένας δικαστής. Αυτή η θεώρηση ως δικαστή μπορεί να είναι μια πολύ θετική δυναμική που οδηγεί στην επιτυχία της διαδικασίας Διαμεσολάβησης.

Είναι καλύτερο για τα ίδια τα μέρη να καθορίζουν τις δικές τους «αποφάσεις». Αλλά όταν ζητηθεί από τον Διαμεσολαβητή να πάρει μέρος στην λήψη απόφασης και να γίνει δικαστής για ένα θέμα, θα πρέπει να αποφασίσει εάν θέλει ή όχι να κάνει αυτό τον ρόλο. Υπάρχει περίπτωση να μετακινήσει τη διαδικασία προς τα εμπρός, μπορεί όμως και να οδηγήσει σε αποτυχία της Διαμεσολάβησης. Όπως και έχει όμως, ο «εσωτερικός δικαστής» του Διαμεσολαβητή είναι ένα νόμιμο μέρος της εργαλειοθήκης ενός πολύπλοκου Διαμεσολαβητή.

Πηγή: Laurie Israel, Madiator as Judge, Mediate.com, Νοέμβριος 2018

Όλγα Τσιπτσέ
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω – Δ. Διαμεσολαβήτρια ΥΔΔΑΔ – DPO/GDPR expert.