Η Διαμεσολάβηση, η διαδικασία δηλαδή, κατά την οποία ένας ουδέτερος τρίτος, ο Διαμεσολαβητής ακούει μια διαφορά μεταξύ δύο ή περισσοτέρων μερών και επιχειρεί να βοηθήσει τα μέρη να διευθετήσουν τη διαφωνία τους χωρίς να κρίνουν την ουσία της υπόθεσης, είναι μία εκ των πολλών τρόπων εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών και μάλλον ο επικρατέστερος τρόπος. Συγχέεται συχνά με τον όρο «διαιτησία», που αποτελεί άλλη μορφή επίλυσης διαφορών από ένα τρίτο μέρος. Ο διαιτητής εξετάζει τα αποδεικτικά στοιχεία που υποβάλλονται από κάθε διάδικο και στη συνέχεια λαμβάνει απόφαση όπως περίπου γίνεται στα δικαστήρια.

Οι Διαμεσολαβητές συνήθως είναι δικηγόροι, συνταξιούχοι δικαστές ή άλλοι επαγγελματίες, όλοι όμως πολύ καλά εκπαιδευμένοι. Ο σωστός Διαμεσολαβητής είναι εκείνος που επιδεικνύει πλήρη ουδετερότητα κατά την επίλυση της υπόθεσής. Ο αποτελεσματικός Διαμεσολαβητής θα βοηθήσει τα μέρη να αναγνωρίσουν τα ισχυρά σημεία και τις αδυναμίες της υπόθεσης τους, έτσι ώστε στο τέλος της Διαμεσολάβησης και τα δύο μέρη να είναι ικανοποιημένα με το αποτέλεσμα. Θα βοηθήσει επίσης τα μέρη να εξετάσουν τους κινδύνους και το κόστος επίλυσης διαφοράς ενώπιον δικαστή.

Η διαφορά μεταξύ Διαμεσολάβησης και δικαστικής οδού, είναι κυρίως το ποσό των χρημάτων και του χρόνου που κάθε μέρος δαπανά με την προσδοκία να «κερδίσει». Ανάλογα με τον είδος της υπόθεσης, το κόστος μπορεί να κυμαίνεται από εκατοντάδες έως αρκετές χιλιάδες ευρώ . Συχνά, το κόστος δεν ανακτάται ακόμη και μετά από μία ευνοϊκή δικαστική απόφαση. Έτσι, και οι δύο αντίδικοι φέρουν το δικό τους κόστος και ευθύνη.

Η Διαμεσολάβηση μιας υπόθεσης πριν από την υποβολή αγωγής επιτρέπει στα μέρη να παρουσιάσουν την υπόθεσή τους σε ένα αμοιβαία επιλεγμένο ουδέτερο πρόσωπο (ή σε δύο πρόσωπα ως συν-διαμεσολαβητές) προτού γίνει σπατάλη για τη δικαστική επίλυση διαφορών. Πολλές φορές, αρκεί ή βοηθά η εναρκτήρια δήλωση του κάθε μέρους, με την οποία εξωτερικεύει τα συναισθήματά του. Το κόστος της Διαμεσολάβησης είναι ελάχιστο σε σύγκριση αυτό που απαιτείται για μία δίκη.

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι ιατρικές πράξεις αμέλειας, οι συμβάσεις κατασκευής και οι αγοραπωλησίες ακινήτων. Σε ορισμένες περιπτώσεις, στις συμβάσεις υπάρχει ήδη η ρήτρα για παραπομπή των υποθέσεων σε Διαμεσολάβηση. Η υπερβολική καθυστέρηση στα πινάκια των δικαστηρίων καθιστά τη Διαμεσολάβηση ελκυστική εναλλακτική λύση σε αυτά τα είδη υποθέσεων, με αποτέλεσμα την έγκαιρη επίλυση των διαφορών και την αποφυγή της επίπονης εμπειρίας δαπανηρών διαφορών που διαρκούν πάνω από πέντε έτη.

Το μόνο που χρειάζεται να πράξει κανείς, είναι να επικοινωνήσει με τον Διαμεσολαβητή που θα επιλέξει, και να του ζητήσει να προσεγγίσει την άλλη πλευρά καλώντας τον σε Διαμεσολάβηση. Ένας καλά εκπαιδευμένος Διαμεσολαβητής μπορεί να διατηρήσει αποτελεσματικά την ουδετερότητα του κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας.

Οι Διαμεσολαβητές είναι όλοι καταγεγραμμένοι στο αρμόδιο Υπουργείο αλλά και στους κατά τόπους Δικηγορικούς Συλλόγους. Η ανεύρεση είναι εύκολη ακόμη και μέσω διαδικτύου.

Επιλέξτε έναν Διαμεσολαβητή που έχει κάποια εξοικείωση με τον είδος της διαφοράς σας (π.χ. κατασκευαστικές διαφορές, οικογενειακό δίκαιο κλπ.) καθώς και κάποιον στην περιοχή σας. Πληροφορηθείτε για τις αμοιβές του και πόσο χρόνο θα χρειαστεί περίπου για την υπόθεση. Ένας καλός Διαμεσολαβητής θα δεσμεύσει όσο χρόνο είναι απαραίτητο για να σας βοηθήσει να επιλύσετε τη διαφορά σας.

Στην πλειοψηφία των χωρών, η διαδικασία είναι απολύτως εμπιστευτική, ο Διαμεσολαβητής διακατέχεται από απόρρητο και δεν μπορεί να αναγκαστεί να καταθέσει ως μάρτυρας σε παρεμφερή δίκη, εάν η υπόθεση δεν διευθετηθεί.

Το μυστικό για μία επιτυχημένη Διαμεσολάβηση είναι η βούληση των μερών, να συμμετάσχουν με καλή πίστη για να επιτύχουν διευθέτηση, να είναι αρκετά ώριμη. Και ένας καλός Διαμεσολαβητής μπορεί να διακρίνει το βαθμό της ωρίμανσης.

Πηγή: https://www.mediate.com//articles/krikorian.cfm

Όλγα Ν. Τσιπτσέ
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω – Δ. Διαμεσολαβήτρια ΥΔΔΑΔ – GDPR exp. / DPO ex.