Το ερώτημα αυτό επιχείρησε απαντήσει το 1996 ο Robert A. Baruch Bush στη μελέτη του “What Do We Need a Mediator For? Mediation’s Value-Added for Negotiators”, που δημοσιεύτηκε στην Ohio State Journal on Dispute Resolution

[Vol 12:1 1996].

Ξεκινά επισημαίνοντας ορθώς ότι η ουσιαστική σύγκριση δεν πρέπει να είναι μεταξύ της δικαστικής διαδικασίας από τη μια πλευρά και της Διαμεσολάβησης από την άλλη. Αντίθετα, προκειμένου να διευκρινισθεί η χρησιμότητα του Διαμεσολαβητή, η σύγκριση πρέπει να είναι μεταξύ Διαμεσολάβησης και μη υποβοηθούμενης διαπραγμάτευσης. Σχετικά αναφέρει: «Στρατηγικά και γνωστικά εμπόδια μαζί εξηγούν γιατί η επίτευξη μιας συμφωνίας με διαπραγμάτευση είναι δύσκολη, ανεξάρτητα από το πόσο επιδέξιοι είναι οι διαπραγματευτές. Αδιέξοδα και μη βέλτιστες ευκαιρίες προκύπτουν εξαιτίας αποφάσεων που λαμβάνονται βάσει ανεπαρκών και αναξιόπιστων πληροφοριών, οι οποίες διαστρεβλώνονται περαιτέρω μέσα από προκατειλημμένες ερμηνευτικές διαδικασίες. Οι στρατηγικές αιτίες και οι γνωστικές προκαταλήψεις που ευθύνονται για αυτά τα πληροφοριακά εμπόδια είναι πολύ δύσκολο να αλλάξουν ή να ξεπεράσουν από τα ίδια τα μέρη.»

Οι Διαμεσολαβητές εφαρμόζουν συγκεκριμένες τεχνικές και προβαίνουν σε συγκεκριμένες ενέργειες, προκειμένου αυτά τα στρατηγικά και γνωστικά εμπόδια να ξεπεραστούν. Συγκεκριμένα, ο Διαμεσολαβητής:

  • διευκολύνει τη ροή των πληροφοριών και την επικοινωνία´
  • βοηθά τους διαπραγματευτές να κατανοήσουν τα συμφέροντα και τις δυσκολίες της άλλης πλευράς´
  • ενισχύει τη δημιουργικότητα κάθε διαπραγματευτή´
  • ελαττώνει την ευαισθησία των διαπραγματευτών σε αδύναμες αντιλήψεις´
  • εμποδίζει την κλιμάκωση της σύγκρουσης.

Το ακόλουθο απόσπασμα είναι κατατοπιστικό: «Ρωτάτε τι θα προσθέσει ένας Διαμεσολαβητής στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης σας. Εύλογη ερώτηση. Η απάντηση είναι ότι μπορεί να σας βοηθήσει να κατανοήσετε την κατάστασή σας και τις επιλογές σας – αλλά και ο ένας τον άλλο – καλύτερα και πιο ολοκληρωμένα από ό, τι κάνετε τώρα, και καλύτερα από ό, τι εάν συνεχίσετε να εργάζεστε μόνοι σας. Το λέω αυτό επειδή η έρευνα και η εμπειρία έδειξαν ότι η συλλογή αξιόπιστων πληροφοριών και η ακριβής ανάλυση τους είναι πολύ πιο εύκολη όταν τα μέρη συνεργάζονται με έναν Διαμεσολαβητή παρά όταν εργάζονται μόνα τους. Και αν καταλάβετε την κατάσταση, τις επιλογές και ο ένας τον άλλο ολοκληρωμένα και με ακρίβεια, θα είστε σε θέση να λάβετε καλύτερες αποφάσεις για το τι θέλετε να κάνετε – για να δείτε αν μπορεί να υπάρξει συμφωνία και πώς μπορείτε να προχωρήσετε προς την κατεύθυνση αυτή, και αν δεν υπάρχει, να δείτε ποιες είναι οι άλλες επιλογές σας. Όλα αυτά θα είναι ευκολότερο να τα δείτε με τη βοήθεια ενός Διαμεσολαβητή, ο οποίος θα σας βοηθήσει να αποκτήσετε διαύγεια σε σχέση με την κατάσταση και μεταξύ σας. Σε τελική ανάλυση: η παρουσία ενός Διαμεσολαβητή θα σας βοηθήσει να πάρετε τις καλύτερες δυνατές αποφάσεις για τον εαυτό σας – γεγονός που σημαίνει περισσότερες πιθανότητες επίτευξης συμφωνίας και με καλύτερους όρους.»

Πηγή: http://mediationblog.kluwerarbitration.com/2018/09/06/dont-mediate-big-disputes/

Βασιλική Κουμπλή
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω – Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια