Ένας εργοδότης είχε δεχτεί μία εξώδικη επιστολή από δικηγόρο ενός υπαλλήλου του, ο οποίος ανέφερε ότι είχε δεχτεί σεξουαλική παρενόχληση στο χώρο εργασίας του. Ο εργοδότης απευθύνθηκε σε ειδικό για εργατικά ζητήματα δικηγόρο, ο οποίος του ανέφερε ότι η υπόθεση θα χρειαζόταν πολύ χρόνο, ήτοι τουλάχιστο 3 χρόνια ενώ οι δαπάνες θα ήταν πολύ υψηλές.

Ο εργοδότης σαφώς δυσανασχέτησε καθώς δε θα επιθυμούσε να ξοδέψει υπέρογκα για τη διευθέτηση της υπόθεσής του, καθώς επίσης αυτό που τον τρόμαζε πιο πολύ ήταν ο χρόνος που θα απαιτούνταν. Και αυτό, γιατί φοβόταν η παρατεταμένη εκδίκαση της υπόθεσης θα σήμαινε κίνδυνο για το όνομα της εταιρείας του και ζημία για το περιβάλλον εργασίας, στο οποίο θα επικρατούσαν αρνητικές επιπτώσεις από τη διάδοση των λεπτομερειών της υπόθεσης. Επιθυμούσε λοιπόν, ο εργοδότης, να διατηρήσει τον υγιή χώρο εργασίας του. Εκτός από τα ανωτέρω, εκτιμούσε ιδιαίτερα τους εργαζόμενους που είχαν το ζήτημα και δεν ήθελε να διακόψει τη συνεργασία.

Για όλους αυτούς τους λόγους, απευθύνθηκε σε Διαμεσολαβητή δηλώνοντας την ανησυχία του, και το πόσο γρήγορα επιθυμούσε να λήξει αυτή η διαφορά αλλά αποτελεσματικά. Προτάθηκε να προηγηθεί μία διαδικασία αξιολόγησης των συνθηκών και των μερών, ώστε να ληφθούν οι κατάλληλες πληροφορίες από το Διαμεσολαβητή και να εφαρμοστεί η ορθή μέθοδος Διαμεσολάβησης και ακόμη να κριθεί αν είναι ώριμο η διαφορά να επιλυθεί με Διαμεσολάβηση. Επιπλέον θα διαφαινόταν, πόσο ανοικτές θα ήταν οι πλευρές και πρόθυμες να ανταλλάξουν πληροφορίες.

Όταν πράγματι έλαβε χώρα αυτή η διερευνητική συνάντηση, διαπιστώθηκαν τα κάτωθι:

  • Και οι δύο πλευρές ήθελαν να διατηρήσουν την εμπιστευτικότητα.
  • Και οι δύο εμπλεκόμενοι είχαν πολύ ισχυρή δεοντολογία στην εργασία και ήθελαν να παραμείνουν στην εργασία και να διατηρήσουν μια υγιή σχέση εργασίας και δεν ήθελαν να επηρεάσουν αρνητικά τον άλλο επαγγελματικά.
  • Και οι δύο θέλησαν να αντιμετωπίσουν το ζήτημα της παρενόχλησης ανοιχτά και με διαφάνεια, να μην το αποφύγουν και, έπειτα, όταν επιλύθηκαν παραγωγικά, να επιστρέψουν στην εργασία το συντομότερο δυνατόν.
  • Κανείς δεν επιθυμούσε να συμμετάσχει σε μια διαδικασία που θα απαιτούσε δύο ή τρία χρόνια για να επιλυθεί.

Κατά συνέπεια, η επιλογή αυτή της Διαμεσολάβησης τόσο πρόωρα, ήταν μία καλή επιλογή που μπόρεσε να βρει τα κοινά μέρη των μερών και να επιλύσει τη διαφορά. Με την επανευθυγράμμιση των σχέσεων τα μέρη προχώρησαν τις ζωές τους και διατήρησαν την εργασία τους χωρίς κανένα επιπλέον πρόβλημα.

Πηγή: Michael A. Zeytoonian

Όλγα Ν. Τσιπτσέ
Δικηγόρος – Διαμεσολαβήτρια ΥΔΔΑΔ- GDPR expert/DPOexec.