Το πρόβλημα:

Μεγάλη εμπορική εταιρεία αντιμετωπίζει ζήτημα με καταναλωτή κατά τη διάρκεια συμβολαίου. Το συμβόλαιο εσωκλείει ως ρήτρα για την επίλυση διαφορών τη Διαιτησία, όμως ο καταναλωτής προτείνει Διαμεσολάβηση προκειμένου να αποφευχθούν κίνδυνοι που μπορεί να υπάρξουν από το αποτέλεσμα της Διαιτησίας, αλλά επίσης υφίσταται επιθυμία να διατηρηθεί η σχέση της εταιρείας με τον καταναλωτή. Και ενώ καταλήγουν στην επιλογή της Διαμεσολάβησης, οι εκπρόσωποι της εταιρείας ανησυχούν για την επιλογή του Διαμεσολαβητή, που πιστεύουν ότι δεν έχει πείρα στο συγκεκριμένο τεχνικό θέμα, επιθυμούν δε να προτείνουν έναν άλλο Διαμεσολαβητή, που είναι πιο έμπειρος αλλά και που γεφυρώνει τα κενά ανάμεσα στα μέρη καλύτερα.

Πώς πρέπει να δράσουν οι εκπρόσωποι της εταιρείας;  Να προτείνουν την επιλογή τους ή να δεχθούν την πρόταση του καταναλωτή;

Η Απάντηση:

Κατ’ αρχάς, σκοπός είναι να διατηρηθεί υψηλός επαγγελματισμός και να μπορέσει να διατηρηθεί η σχέση με τον καταναλωτή. Όσο πιο σημαντικά είναι τα ζητήματα που διακυβεύονται, τόσο πιο ποικίλες είναι οι συναισθηματικές αντιδράσεις και τόσο πιο μεγάλος κίνδυνος να υπάρξει μη παραγωγική διαδικασία διαπραγμάτευσης.

Όλες οι Διαμεσολαβήσεις δεν είναι ίδιες ούτε ως διαδικασία ούτε ως σκοπός, για παράδειγμα ο διαχωρισμός ανάμεσα σε διευκολυντικές, όπου ο ρόλος του Διαμεσολαβητή είναι να λειάνει και διευκολύνει την επικοινωνία μεταξύ των μερών και λοιπές Διαμεσολαβήσεις, όπου ο ρόλος του Διαμεσολαβητή είναι να εξισορροπήσει τις θέσεις των μερών ακόμη και να προβαίνει σε προτάσεις. Άρα, πρέπει να επιλέξουν τα μέρη τι είδους Διαμεσολάβηση επιθυμούν και τι ρόλο θέλουν να έχει ο Διαμεσολαβητής. Στην ανωτέρω περίπτωση, για παράδειγμα, αν επιλεγεί η διευκολυντική Διαμεσολάβηση, δεν είναι σημαντικό το γεγονός ο Διαμεσολαβητής να μην έχει εμπειρία σε τεχνικά θέματα, ενώ σε άλλα είδη Διαμεσολάβησης σαφώς παίζει σπουδαίο ρόλο η εμπειρία.

Σε καταστάσεις, όπου το συναίσθημα, το ιστορικό της υπόθεσης ή οι προσωπικότητες δημιουργούν κατάρρευση κατά τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης, η διευκολυντική Διαμεσολάβηση είναι καταλληλότερη. Αντίθετα η αξιολογική Διαμεσολάβηση είναι αυτή που προτείνεται όταν τα ζητήματα που υπάρχουν δεν είναι διαπροσωπικά.

Η επιλογή λοιπόν του κατάλληλου Διαμεσολαβητή, ξεκινά από την επιλογή του είδους της Διαμεσολάβησης που θα εφαρμοστεί στην κάθε περίπτωση. Άρα, αν επιλεγεί η διευκολυντική Διαμεσολάβηση, δεν απαιτούνται τεχνικές γνώσεις και άρα το μέρος που ζητά να έχει ο Διαμεσολαβητής τεχνικές γνώσεις, θα μπορούσε να υποχωρήσει και να διευκολύνει τη διαδικασία. Η διαφορά ανάμεσα στα μέρη για την επιλογή του κατάλληλου Διαμεσολαβητή, μπορεί να επιλυθεί με το αμοιβαίο ενδιαφέρον να βρεθεί το πρόσωπο αυτό και να νιώθουν όλα τα μέρη άνετα με τη διαδικασία.

Άλλωστε, το μέρος που επιλέγει τον Διαμεσολαβητή, έχει λιγότερες πιθανότητες να παραπονεθεί για οιοδήποτε γεγονός, όταν τελειώσει η Διαμεσολάβηση.

Πηγή: P.o.N. Harvard Law School

Όλγα Ν. Τσιπτσέ
Δικηγόρος – Διαμεσολαβήτρια ΥΔΔΑΔ- GDPR expert/DPOexec.