Η Οικογενειακή Διαμεσολάβηση είναι μία εξωδικαστική διαδικασία με βασικά χαρακτηριστικά την εμπιστευτικότητα και την ιδιωτική αυτονομία, στην οποία τα μέρη της διαφοράς (ζευγάρι) προσέρχονται προκειμένου να ρυθμίσουν τις προσωπικές και περιουσιακές διαφορές τους, που προκύπτουν από τη διάσταση και το διαζύγιο, και να καταλήξουν σε μία αμοιβαία συμφωνία, με την βοήθεια ενός τρίτου, ουδέτερου προσώπου, του Διαμεσολαβητή. Αφορά παντρεμένα ζευγάρια ή ζευγάρια που συνδέονται με σύμφωνο συμβίωσης, με ή χωρίς παιδιά, που αποφασίζουν να χωρίσουν ή βρίσκονται ήδη σε διάσταση καθώς επίσης και ζευγάρια που απλώς συγκατοικούν και αποφασίζουν να διακόψουν τη συγκατοίκηση και τη σχέση τους.

Στις περιπτώσεις ζευγαριών με παιδιά, δεν υπάρχει σπουδαιότερος κοινός στόχος από το συμφέρον των παιδιών, στο οποίο και εστιάζεται η οικογενειακή Διαμεσολάβηση.

Η Διαμεσολάβηση μπορεί να λάβει χώρα σε οποιoδήποτε στάδιο μιας διένεξης, πριν την έναρξη οποιασδήποτε δικαστικής διαδικασίας ή κατά τη διάρκεια της.

Η  διαδικασία της Διαμεσολάβησης  μπορεί να επιλύσει ζητήματα όπως είναι:

  • Η επιμέλεια των παιδιών
  • Η συνεπιμέλεια των παιδιών
  • Η κατοικία των παιδιών
  • Η διατροφή των παιδιών
  • Η διατροφή της/του συζύγου
  • Η διατροφή της/του συντρόφου
  • Η επικοινωνία των παιδιών με τον γονέα που δεν έχει την επιμέλεια και δεν κατοικεί μαζί τους
  • Η επικοινωνία των παιδιών με τον παππού, γιαγιά ή με άλλους συγγενείς
  • Διακοπές Χριστουγέννων και Πάσχα, καλοκαιρινές διακοπές, γενέθλια, εορτές, ταξίδια
  • Η χρήση της οικογενειακής στέγης
  • Ο διαχωρισμός των κοινών περιουσιακών στοιχείων των συζύγων, κινητών, ακινήτων, επίπλων, συσκευών, τραπεζικών λογαριασμών, μετοχών, κλπ.
  • Η ρύθμιση της αξίωσης των αποκτημάτων από την επαύξηση της περιουσίας των συζύγων.

Η Διαμεσολάβηση είναι ο ενδεδειγμένος τρόπος επίλυσης μιας οικογενειακής διαφοράς, διότι η διακοπή του έγγαμου βίου, της συμβίωσης ή της συγκατοίκησης κρύβει συχνά από κάτω πολύ ισχυρά συναισθήματα, παρεξηγήσεις, παρανοήσεις, ανάγκες, φόβους, συμφέροντα κλπ. τα οποία έχουν δημιουργήσει και προκαλέσει τη σύγκρουση και εν τέλει τη διαμάχη και μόνο με τη βοήθεια έμπειρου και εξειδικευμένου Διαμεσολαβητή μπορούν αυτά να εξωτερικευθούν, να βγουν στην επιφάνεια και να αποκλιμακωθούν, πράγμα απαραίτητο για την ουσιαστική επίλυση των συγκεκριμένων διαφορών. Τα συναισθήματα, οι φόβοι, οι αγωνίες, τα συμφέροντα κλπ. είναι το κλειδί των συγκρούσεων και ο οδηγός για την ουσιαστική επίλυση της διαφοράς. Αυτά δημιουργούν και διαμορφώνουν τη διαμάχη. Εάν επιλυθεί επιφανειακά μόνο η διαμάχη, δεν επιλύεται το πραγματικό πρόβλημα γι΄αυτό και οι δικαστικές αποφάσεις ενώ ρυθμίζουν τα ανακύπτοντα νομικά ζητήματα, δεν επιλύουν τα εσωτερικά ζητήματα γι΄αυτό και παραμένει η διαμάχη. Δεν είναι λίγες οι φορές που ενώ ο υπόχρεος σύζυγος καταβάλει την δικαστικά ορισθείσα διατροφή και γενικά τηρεί τα ορισθέντα και συμφωνηθέντα, η διαμάχη παραμένει ζωντανή και ακμαία και το ζευγάρι συνεχίζει να συγκρούεται και να αντιδικεί.

Η Διαμεσολάβηση λόγω της εμπιστευτικότητας και του απόρρητου ενδείκνυται για μια οικογενειακή διαμάχη και είναι λιγότερο ψυχοφθόρα από ένα δικαστήριο και τη δημοσιοποίηση της διαφοράς του ζευγαριού στις αίθουσες των δικαστηρίων.

Με βάση το Νόμο 4512/2018, από τον Οκτώβριο του 2018, η προσφυγή στη διαδικασία της Διαμεσολάβησης θα αποτελεί υποχρεωτική προδικασία επίλυσης των οικογενειακών διαφορών πριν την έναρξη της δίκης, το οποίο σημαίνει ότι τα μέρη της οικογενειακής διαφοράς, θα υποχρεούνται, μαζί με τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, να προσπαθήσουν να επιλύσουν τη διαφορά τους εξωδικαστικά, με την βοήθεια  Διαμεσολαβητή. Αν δεν βρεθεί μία κοινά αποδεκτή λύση – συμφωνία τα μέρη ακολουθούν τη δικαστική οδό όπως ειδικότερα ορίζεται στον προαναφερθέντα νόμο.

Δέσποινα Σ. Λασκαρίδου
Δικηγόρος παρ΄Αρείω Πάγω – Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια – Σύμβουλος Διαπραγματεύσεων