Κανείς θα πίστευε, ότι όταν σε μία διαφωνία, που καταλήγει σε Διαμεσολάβηση, υπάρχουν έντονα συναισθήματα θυμού, συγκίνησης, επιθετικότητας και ανασφάλειας, τότε πρόκειται για μία δύσκολη περίπτωση Διαμεσολάβησης.

Και όμως, αυτές οι περιπτώσεις με τα έντονα συναισθήματα, είναι στην πραγματικότητα, το μέσον που οδηγεί στην επίλυση της διαφοράς! Άρα, οι έντονες καταστάσεις δεν πρέπει να μας προβληματίζουν ενώ αντίθετα, όταν υπάρχει πιο ήρεμη κατάσταση θα πρέπει να προβληματιζόμαστε, όπως συμβαίνει τόσο συχνά στη ζωή.

Υπάρχουν Διαμεσολαβήσεις που φέρνουν σε αμήχανη κατάσταση ακόμη και έναν έμπειρο Διαμεσολαβητή, όπως όσες μένουν σε μία στάσιμη και μη εξελίξιμη θέση, όπου αιτία αποτελεί η έλλειψη ενδιαφέροντος, η αδράνεια των μερών, η έλλειψη προετοιμασίας και μερικές φορές ένας συνδυασμός όλων των παραπάνω.

Υπάρχουν περιπτώσεις, όπου στην εναρκτήρια ομιλία των αντίθετων μερών ακούμε τους εκπροσώπους τους να δηλώνουν, ότι έχουν την πλήρη εξουσία διαπραγμάτευσης και κυρίως έχουν την εμπιστοσύνη του συμβουλίου και των μετόχων, ενώ στην ουσία τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Δεν έχουν πολλές εξουσίες και περιμένουν την καθοδήγηση από τους προϊστάμενους τους, πρέπει δε να εκτελέσουν άψογα τα καθήκοντά τους γιατί η μελλοντική τους απασχόληση εξαρτάται από την αίσια έκβαση της υπόθεσης.

Ένα πρόσθετο ζήτημα, είναι το πρόβλημα που δημιουργείται όταν το ένα μέρος αποτελείται από μια ομάδα συμφερόντων τα οποία, αυτά συμφέροντα εκπροσωπούνται ξεχωριστά. Πρέπει να ληφθούν υπόψη όλες οι διαφορετικές απαιτήσεις μέσα στην ομάδα αυτή και χρειάζεται χρόνο για κάτι τέτοιο, καθώς πάντα κάποιος προτείνει και οι λοιποί απορρίπτουν την πρόταση και δημιουργούνται διενέξεις μέσα στην ίδια την ομάδα.

Ενώ ένα άλλο πρόβλημα είναι αυτό των Αξιών. Είναι μια μορφή νόμου του Murphy, όπου μέσα από το συνονθύλευμα της άμυνάς τους, τα μέρη προστατεύουν τη θέση τους. Αυτές οι περιπτώσεις αποτελούν εφιάλτη για την έκβαση της υπόθεσης, όμως είναι ταυτόχρονα η απόλυτη πρόκληση, όπως η αναρρίχηση στο πιο δυσπρόσιτο σημείο ενός βράχου.

Όταν δε, μία Διαμεσολάβηση εμπεριέχει όλες τις παραπάνω χαρακτηριστικές δυσκολίες, δημιουργείται μία εξαιρετικά εξαντλητική κατάσταση, για το Διαμεσολαβητή αλλά και για τα μέρη.

Και το ερώτημα που γεννάται πάντα, όταν οι πρωταγωνιστές της Διαμεσολάβησης έρχονται αντιμέτωποι με όλες τις ανωτέρω δυσκολίες είναι, αν η διαφορά που εισήχθη ρυθμίστηκε. Η απάντηση δεν είναι άλλη από τη καταφατική, που άλλωστε αυτός ήταν και ο λόγος επιλογής αυτής της μεθόδου επίλυσης διαφορών: να βρεθεί η λύση που ικανοποιεί και τα δύο μέρη.

ΠΗΓΗ: Bill Wood QC (www.themediatormagazine.co.uk)

Όλγα Ν. Τσιπτσέ
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω – Δ.Διαμεσολαβήτρια ΥΔΔΑΔ – DPO/GDPR ex.