Η Διαμεσολάβηση είναι μία διαδικασία με την οποία επιλύεται εξωδικαστικά μία διένεξη, δηλαδή χωρίς προσφυγή στο δικαστήριο και χωρίς έκδοση δικαστικής απόφασης και αποτελεί έναν νέο θεσμό επίλυσης διαφορών ο οποίος εισήχθη στη χώρα μας με το ν. 3898/2010. Το ισχύον θεσμικό πλαίσιο της Διαμεσολάβησης περιγράφεται στο ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β του νόμου 4512/18 (ΦΕΚ Α΄ 5/17-01-18) άρθρα 178 έως 206.

Με το νέο Κώδικα Δικηγόρων, ήτοι με το ν. 4194/2013, η Διαμεσολάβηση αποτελεί  ενδεδειγμένο τρόπο επίλυσης μιας διαφοράς όπως η Διαιτησία και η Διαπραγμάτευση, και ένα νέο εργαλείο για το δικηγόρο και τον εντολέα του.

Για τη Διαμεσολάβηση ως εξωδικαστική μορφή επίλυσης διαφοράς, γίνεται για πρώτη φορά μνεία στο άρθρο 35 παράγραφος 2 του νέου Κώδικα Δικηγόρων Ν.4194/2013, όπου ορίζεται ότι:

«Ο δικηγόρος οφείλει να ενημερώνει τον εντολέα του για όλους τους θεσμούς και τις δυνατότητες εναλλακτικής επίλυσης των διαφορών, και γενικά να συμβάλλει στην επίλυση αυτών με οποιονδήποτε τρόπο προς όφελος του εντολέα του»

Η αναζήτηση επίσης, από το δικηγόρο, συμβιβαστικής λύσης για τον εντολέα του, δια της Διαμεσολάβησης, αποτελεί μέρος του έργου του δικηγόρου (άρθρο 36 παρ. 1εδ. γ του Ν.4194/2013) όπου ορίζεται ότι:

«Αποκλειστικό έργο του δικηγόρου είναι να αντιπροσωπεύει και να υπερασπίζεται τον εντολέα του σε κάθε δικαστήριο. Στο έργο αυτού περιλαμβάνεται και η Διαμεσολάβηση για την αναζήτηση συμβιβαστικής λύσης στο πλαίσιο νόμου ή κοινά αποδεκτής διαδικασίας».

Εξάλλου στο άρθρο 37 του νέου Κώδικα Δικηγόρων Ν. 4194/2013 ορίζεται ότι:

«Ο δικηγόρος οφείλει: να εκτελεί τα καθήκοντά του με ευσυνειδησία και επιμέλεια και να επιχειρεί το συμβιβασμό υποθέσεων που είναι δεκτικές συμβιβασμού…»

Ακολούθως στο Κώδικας Δεοντολογίας Δικηγορικού Λειτουργήματος : άρθρο 7 παρ. β ορίζεται ότι:

«Ο Δικηγόρος πρέπει κατά την άσκηση του Λειτουργήματός του να καταβάλλει προσπάθεια για συμβιβαστική επίλυση των διαφορών.

Στα πλαίσια των ανωτέρω, η Διαμεσολάβηση η οποία είναι μία διαδικασία επιβοηθούμενης διαπραγμάτευσης, αποτελεί ενδεικνυόμενο τρόπο επίλυσης μιας διαμάχης και ο δικηγόρος λόγω του νομικού του υπόβαθρου, των γνώσεών του και της εμπειρίας του συμβάλλει ουσιαστικά και διαδραματίζει σημαντικό και καθοριστικό ρόλο τόσο για την διασφάλιση των συμφερόντων του εντολέα του όσο και για την επιτυχή έκβαση της διαδικασίας αυτής προς όφελος του εντολέα του.

Ο δικηγόρος με τη Διαμεσολάβηση αποκτά ένα επιπλέον εργαλείο, μία νέα οπτική για την επίλυση της διαμάχης και είναι σημαντικό τόσο για τους δικηγόρους όσο και για τους εντολείς τους, διότι αφενός «έχουν στα χέρια τους» τη διαμάχη και την επίλυσή της σε αντίθεση με την περίπτωση που θα προσφύγουν στη δικαιοσύνη ή στη διαιτησία και αφετέρου διότι εξοικονομούνται δαπάνες και χρόνος αφού επισπεύδεται η επίλυση της διαφοράς συνήθως μέσα σε λίγες ώρες ή ημέρες ανάλογα με την πολυπλοκότητα της διένεξης.

Σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία, η παράσταση των μερών μετά των πληρεξουσίων δικηγόρων τους είναι υποχρεωτική στη Διαμεσολάβηση, πλην των περιπτώσεων των καταναλωτικών διαφορών και των μικροδιαφορών (άρθρο 182.4Α Ν.4512/2018).

Η αμοιβή του δικηγόρου σε περίπτωση Διαμεσολάβησης ορίζεται από τα άρθρα του ν. 4512/2018 «Διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» σε συνδυασμό με το ν.4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων».

Δέσποινα Σ. Λασκαρίδου
Δικηγόρος παρ΄Αρείω Πάγω – Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια – Σύμβουλος Διαπραγματεύσεων