Oι Εναλλακτικές Μέθοδοι Επίλυσης Διαφορών (Alternative Dispute Resolution – ADR) είναι διαδικασίες με τις οποίες επιλύεται εξωδικαστικά μία διένεξη, δηλαδή χωρίς προσφυγή στο δικαστήριο και χωρίς έκδοση δικαστικής απόφασης.

Ο όρος αυτός είναι διεθνώς αναγνωρισμένος και η ανάγκη εξεύρεσης εναλλακτικών μορφών απονομής δικαιοσύνης και προσφυγής σε αυτές αποτελούσε (αρχικώς η ανάγκη αυτή διαγνώσθηκε κατά τη διάρκεια του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Βιέννης το Δεκέμβριο του 1998 και στο Συμβούλιο του Τάμπερε τον Οκτώβρη του 1999) και αποτελεί Πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΚΑΤΑ ΚΥΡΙΟ ΛΟΓΟ, επειδή «…η δημιουργία ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, θα πρέπει να περιλαμβάνει την πρόσβαση στις δικαστικές καθώς και στις εξωδικαστικές μεθόδους επίλυσης των διαφορών…» (sic). (οράτε σχετικώς, το σκεπτικό της Οδηγίας 2008/52/ΕΚ του  Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 2008) ΚΑΙ ΣΕ ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΑΘΜΟ επειδή η αυξανόμενη παγκοσμίως υπερφόρτωση των δικαστηρίων που οδηγεί σε συμφόρηση τα κρατικά συστήματα απονομής δικαιοσύνης, επιτάσσει την αναζήτησή τους.

Πιο συγκεκριμένα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις 22 Οκτωβρίου 2004 υπέβαλε μία Πρόταση Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, η οποία έχει τον τίτλο «Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για ορισμένα θέματα Διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις». Οι λόγοι που οδήγησαν στην υποβολή της υπό συζήτηση Οδηγίας αναφέρονται στην Αιτιολογική Έκθεση αυτής, στο κεφάλαιο «1.1.Στόχος» και στο υποκεφάλαιο «1.1.1.Καλύτερη πρόσβαση στη Δικαιοσύνη», όπου αναφέρεται ότι:

«Η καλύτερη πρόσβαση στη δικαιοσύνη είναι ένας από τους βασικούς στόχους της πολιτικής της Ευρωπαϊκής  Ένωσης για τη δημιουργία ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, στην οποία τα άτομα και οι επιχειρήσεις δεν πρέπει να εμφανίζονται ή να αποθαρρύνονται από την άσκηση των δικαιωμάτων τους λόγω της ασυμβατότητας ή της πολυπλοκότητας των νομικών και διοικητικών συστημάτων στα κράτη μέλη. Η έννοια της πρόσβασης στη δικαιοσύνη πρέπει στο συγκεκριμένο πλαίσιο να περιλαμβάνει την προώθηση της προσφυγής σε δέουσες διαδικασίες επίλυσης των διαφορών για τα άτομα και τις επιχειρήσεις και όχι μόνο την πρόσβαση στο δικαστικό σύστημα» (COM -2004- 718 ΤΕΛΙΚΟ Αιτιολογική Έκθεση, 1.1.Στόχος , 1.1.1. Καλύτερη πρόσβαση στη Δικαιοσύνη).

Εξ’ ου και ο πιο δόκιμος όρος για τις Εναλλακτικές Μεθόδους Επίλυσης (Alternative Dispute Resolution) είναι πλέον «Ενδεικνυόμενες/δέουσες Μέθοδοι Επίλυσης» (Appropriate Dispute Resolution).

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της 21ης Μαΐου 2008, λαμβάνοντας υπόψιν μεταξύ και άλλων ότι: α)  το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Τάμπερε της 15ης και 16ης Οκτωβρίου 1999, κάλεσε τα κράτη μέλη να δημιουργήσουν εναλλακτικές εξωδικαστικές διαδικασίες, β) τον Απρίλιο του 2002 η Επιτροπή παρουσίασε Πράσινη βίβλο σχετικά με τους εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης των διαφορών στο αστικό και εμπορικό δίκαιο, προβαίνοντας σε απολογισμό της τρέχουσας κατάστασης όσον αφορά τους εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης των διαφορών στην Ευρωπαϊκή Ένωση και άρχισε ευρεία διαβούλευση με τα κράτη μέλη και τους ενδιαφερόμενους σχετικά με τα ενδεχόμενα μέτρα προοριζόμενα να ενθαρρύνουν τη χρήση της Διαμεσολάβησης, γ) ο στόχος της διασφάλισης καλύτερης πρόσβασης στη δικαιοσύνη, ο οποίος αποτελεί μέρος της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη δημιουργία ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, θα πρέπει να περιλαμβάνει την πρόσβαση στις δικαστικές καθώς και στις εξωδικαστικές μεθόδους επίλυσης των διαφορών, δ) η Διαμεσολάβηση μπορεί να προσφέρει οικονομικά αποδοτική και ταχεία εξωδικαστική επίλυση των διαφορών σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις μέσω διαδικασιών προσαρμοσμένων στις ανάγκες των διαδίκων, ε) η Διαμεσολάβηση που προβλέπει η παρούσα οδηγία θα πρέπει να αποτελεί ΕΚΟΥΣΙΑ διαδικασία υπό την έννοια ότι τα μέρη έχουν την ευθύνη της διαδικασίας και μπορούν να την οργανώσουν κατά την επιθυμία τους και να την ολοκληρώσουν οποιαδήποτε στιγμή και στ) η οδηγία δεν θα πρέπει να θίγει τυχόν εθνική νομοθεσία η οποία καθιστά την προσφυγή στη Διαμεσολάβηση υποχρεωτική ή τη συνδέει με κίνητρα ή κυρώσεις, εφόσον η εν λόγω νομοθεσία δεν εμποδίζει τα μέρη να ασκήσουν το δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστικό σύστημα. (…) η Διαμεσολάβηση δεν θα πρέπει να θεωρείται ως δευτερεύουσα λύση σε σχέση με τη δικαστική διαδικασία υπό την έννοια ότι η τήρηση των συμφωνιών που προκύπτουν από τη Διαμεσολάβηση εξαρτάται από την καλή θέληση των μερών .Τα κράτη μέλη επομένως θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι τα μέρη έγγραφης συμφωνίας που προκύπτει από Διαμεσολάβηση μπορούν να ζητούν την εκτέλεση της συμφωνίας … (19) … εξέδωσαν την Οδηγία 2008/52/ΕΚ «για ορισμένα θέματα Διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις».

Με την ψήφιση της ανωτέρω Οδηγίας 2008/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 2008 «για ορισμένα θέματα Διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», τα περισσότερα κράτη μέλη ενσωμάτωσαν τις διατάξεις της στους εθνικούς τους νόμους.

Η προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην ανωτέρω Οδηγία 2008/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 2008 υλοποιήθηκε αρχικώς με το νόμο 3898/2010 (ΦΕΚ Α΄ 211/16-12-10) «Διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» και εν συνεχεία με τα άρθρα 178 έως 206 του νόμου 4512/2018 (ΦΕΚ Α΄ 5/17-01-18) «Ρυθμίσεις σχετικές με το θεσμό της Διαμεσολάβησης».

Δέσποινα Σ. Λασκαρίδου
Δικηγόρος παρ΄Αρείω Πάγω – Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια – Σύμβουλος Διαπραγματεύσεων