Στη Διαμεσολάβηση αλλά και γενικότερα στις διαπραγματεύσεις αυτό που ενδιαφέρει δεν είναι απλά να επιτευχθεί μια οποιαδήποτε συμφωνία, η οποία θα ικανοποιεί τις ελάχιστες προσδοκίες των μερών αλλά μια συμφωνία η οποία θα ικανοποιεί τις ανάγκες των μερών καλύτερα από την βέλτιστη εναλλακτική, δηλαδή από τη λύση που τα μέρη μπορούν να επιδιώξουν εκτός της Διαμεσολάβησης, εάν δηλαδή δεν επιτευχθεί μια συμφωνία.

Για να μπορέσουν τα μέρη να προσδιορίσουν ποια είναι αυτή η βέλτιστη εναλλακτική καλούνται να απαντήσουν σε τρία ερωτήματα.

  • Τι μπορεί να κάνει καθένα από τα μέρη για να επιδιώξει την ικανοποίηση των συμφερόντων του;
  • Τι μπορεί να κάνει αναφορικά με το άλλο μέρος της διαφοράς προκειμένου να επιδιώξει αυτό να σεβαστεί τα συμφέροντα του;
  • Πως μπορείς να εισάγει ένα τρίτο παράγοντα όπως το Δικαστήριο ή το Διαμεσολαβητή στην διαμορφωμένη κατάσταση που να προωθήσει τα συμφέροντα του;

Όταν ξεκινά μια Διαμεσολάβηση τα μέρη της υπόθεσης συνήθως δεν έχουν μια απολύτως σαφή εικόνα για το ποια είναι η καλύτερη εναλλακτική για καθένα από αυτά. Τα μέρη πρέπει να εργαστούν πολύ στο σημείο αυτό καθώς η διαπραγματευτική τους δύναμη εξαρτάται πολύ από τον εντοπισμό της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας μιας καλύτερης εναλλακτικής λύσης αν δεν επιτευχθεί μια συμφωνία. Αλλά και η ικανότητα του Διαμεσολαβητή θα κριθεί από την καλή προετοιμασία της Διαμεσολάβησης στην οποία μεταξύ άλλων είναι και ο εντοπισμός της τυχόν ύπαρξης μιας λύσης εκτός της Διαμεσολάβησης και της συμφωνίας η οποία πιθανόν να ικανοποιεί καλύτερα τις πραγματικές επιδιώξεις και τα πραγματικά συμφέροντα των μερών ή της ανυπαρξίας μιας τέτοιας εναλλακτικής γεγονός που ευνοεί την επίλυση της υπόθεσης αυτής με τη διαδικασία της Διαμεσολάβησης.

Όσο και εάν πολλοί θεωρούν ότι η δύναμη στις διαπραγματεύσεις εξαρτάται από τη δύναμη των προσώπων που μετέχουν σε αυτή στην πραγματικότητα αυτή εξαρτάται από την ύπαρξη ή μη καλύτερης εναλλακτικής εκτός της συμφωνίας στα πλαίσια της Διαμεσολάβησης. Για να αποφασίσουν τα μέρη εάν θα συμμετάσχουν σε μια Διαμεσολάβηση καθώς και να διαπραγματευτούν μεταξύ τους θα πρέπει να εργαστούν με τους δικηγόρους τους πριν αλλά και κατά τη διάρκεια της Διαμεσολάβησης προκειμένου να εντοπίσουν τα πραγματικά τους συμφέροντα, να προσδιορίσουν την καλύτερη βέλτιστης εναλλακτική τους καθώς αυτή μπορεί να είναι προτιμότερη από μια διαπραγμάτευση.

Κι αυτό γιατί μπορεί τα κίνητρα που ωθούν κάποιο από τα μέρη στη Διαμεσολάβηση ή τη διαπραγμάτευση να μην είναι σωστά, όπως όταν κάποιο από τα μέρη επιθυμεί να διαπραγματευτεί με το άλλο μέρος μιας διαφοράς για εντελώς ακατάλληλους λόγους που αφορούν τις ενοχές, τη συνήθεια ή το φόβο. Ο εντοπισμός από τον Διαμεσολαβητή και τα μέρη εάν η επίλυση της συγκεκριμένης διαφοράς και η επιδίωξη των συμφερόντων των μερών βρίσκεται στην επίτευξη συμφωνίας στα πλαίσια της Διαμεσολάβησης ή ικανοποιείται καλύτερα εκτός συμφωνίας μέσω της δικαστικής οδού εξασφαλίζει ότι δεν θα χαθούν στη Διαμεσολάβηση εναλλακτικές που δεν αξιοποιήθηκαν ούτε θα υπάρξει ο αντίθετος κίνδυνος δηλαδή λόγω λανθασμένων συμβουλών που θα λάβουν τα μέρη από τους νομικούς τους παραστάτες να υπερεκτιμήσουν μια βέλτιστη εναλλακτική εκτός Διαμεσολάβησης εμπλεκόμενοι σε ένα καταστροφικό δικαστικό αγώνα ενώ εάν τα μέρη γνώριζαν εκ των προτέρων ότι δεν διαθέτουν βέλτιστη εναλλακτική αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει κίνητρο να προσπαθήσουν πραγματικά και ενεργά να φθάσουν σε μια συμφωνία που θα ικανοποιεί πραγματικά τα συμφέροντα τους και να την πραγματοποιήσουν.

Παναγιώτα Λουκάκου
Δικηγόρος – Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια
Εκπαιδεύτρια Διαμεσολαβητών