Η διαμεσολάβηση είναι ένας τρόπος επίλυσης των νομικών διαφορών, χωρίς προσφυγή σε δικαστήρια, αλλά με επίσημο και εξίσου «ισχυρό» τρόπο. Συνήθως το ένα από τα μέρη που έχουν μια διαφορά, αυτός που ζητά κάτι και θα ήταν «ενάγων» αν η υπόθεση πήγαινε στα δικαστήρια, απευθύνει την πρόταση επίλυσης της διαφοράς με διαμεσολάβηση. Μπορεί όμως η πρόταση να γίνει και από την άλλη πλευρά.

Όμως πότε μπορεί μια υπόθεση να επιλυθεί με διαμεσολάβηση; Είναι όλες οι υποθέσεις κατάλληλες για διαμεσολάβηση; Σε ποιό στάδιο επιτρέπεται ή συνιστάται να γίνει διαμεσολάβηση; Είναι όλοι οι άνθρωποι κατάλληλοι;

Στο προκαταρτικό στάδιο της διαμεσολάβησης ο διαμεσολαβητής στον οποίο ανατίθεται η υπόθεση ή κάποιος με γνώσεις για το θέμα αυτό,  θα πρέπει να εξετάσει αν η υπόθεση είναι κατάλληλη για διαμεσολάβηση.

Ο βασικός κανόνας (για όλες τις υποθέσεις) είναι τα μέρη να έχουν «την εξουσία διάθεσης του αντικειμένου της διαφοράς». Δηλαδή, από τον νόμο να δίνεται στα μέρη το δικαίωμα να λάβουν αυτά αποφάσεις γι αυτό το θέμα.

Επίσης ένας άλλος κανόνας που τίθεται από τον νόμο, είναι είτε να μην έχει ξεκινήσει η δικαστική αντιδικία ή να υπάρχει ακόμη εκκρεμοδικία, δηλαδή να μην έχει επιλυθεί με τελεσίδικη απόφαση το θέμα από τα δικαστήρια (σε τέτοια περίπτωση, μπορεί να γίνει διαμεσολάβηση για τον τρόπο εκτέλεσης της απόφασης που εκδόθηκε).

Περαιτέρω ο διαμεσολαβητής ή ο τρίτος που ελέγχει την καταλληλότητα, θα εντοπίσει το στάδιο στο οποίο βρίσκεται η υπόθεση. Η υπόθεση ξεκινά τώρα ή πρόκειται για μια αντιδικία που έχει εξελιχθεί ήδη ενώπιον των δικαστηρίων; Σε ποιο βαθμό; Το αρχικό στάδιο, πριν πολωθούν τα μέρη είναι πολύ κατάλληλο, προκειμένου βρεθούν οι λύσεις που θα τους απαλλάξουν από περιττές διαδικασίες, άγχος και στρες. Αλλά ακόμη και όταν η αντιπαλότητα έχει εξελιχθεί, με εκατέρωθεν αγωγές, μηνύσεις, αναφορές κ.λπ., καθώς τα μέρη έχουν ήδη γευθεί την ταλαιπωρία που συνεπάγεται ένας πόλεμος, είναι πολύ πιθανόν να προκύψουν πολύ καλά αποτελέσματα με τη διαμεσολάβηση.

Φυσικά για την καταλληλότητα της υπόθεσης θα πρέπει να διερευνηθούν και κάποια στοιχεία που αφορούν το πρόσωπο κάθε εμπλεκόμενου. Μήπως υπάρχει εξάρτηση από ουσίες; Αλκοολισμός; Μειωμένη διανοητική ικανότητα; Μήπως υπάρχει ενδοοικογενειακή βία; Κακοποίηση ανηλίκων; Οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά παίζουν σημαντικό ρόλο στην απόφαση να επιχειρηθεί διαμεσολάβηση ή να οδηγηθεί η υπόθεση σε δικαστική κρίση. Κάποιες απόψεις αποκλείουν την πιθανότητα διαμεσολάβησης σε τέτοιες περιπτώσεις. Άλλες την επιτρέπουν υπό όρους, π.χ. ανάλογα με τον βαθμό του προβλήματος και με το αντικείμενο της διαφοράς.

Το γεγονός ότι τα μέρη επεχείρησαν ήδη μόνα ή με τη βοήθεια των δικηγόρων τους να εξεύρουν λύση αλλά απέτυχαν, παίζει ρόλο;

Η ξεκάθαρη απάντηση είναι «ΟΧΙ». Η παρουσία του διαμεσολαβητή, ενός έμπειρου και με ειδικές γνώσεις ατόμου, παίζει καταλυτικό ρόλο στην εξεύρεση λύσεων. Σε όλες τις υποθέσεις που λύνονται με διαμεσολάβηση, προηγήθηκε το στάδιο όπου τα μέρη προσπάθησαν να ανεύρουν λύση χωρίς διαμεσολάβηση και προφανώς απέτυχε. Παρά ταύτα οι λύσεις βρέθηκαν, με τη βοήθεια του έμπειρου και με ειδικές γνώσεις διαμεσολαβητή.

Το ότι «ο άλλος» αρνείται π.χ. την υπαιτιότητά του ή την ευθύνη του, αποκλείει τη διαμεσολάβηση;

Η απάντηση είναι και πάλι «ΟΧΙ». Όποια επιχειρήματα θα προέβαλε το κάθε μέρος στο δικαστήριο αυτά μπορεί να τα προβάλει και στη διαμεσολάβηση. Με τη βοήθεια του ουδέτερου και αμερόληπτου διαμεσολαβητή αφενός και του δικηγόρου – νομικού παραστάτη αφετέρου, το κάθε μέρος θα εκτιμήσει τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα και θα αποφασίσει αν θέλει να πάει στα δικαστήρια ή αν κάποια λύση κοινής αποδοχής είναι περισσότερο συμφέρουσα.

Η διαμεσολάβηση είναι λύση αυτοϋπεύθυνη. Λύση πολιτισμού.

Ευγνωσία Ραφτοπούλου-Χατζηπρίμου
Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω ΔΣΘ
Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια
Συντονίστρια Πύλης Διαμεσολάβησης Ωραιοκάστρου