Η ουδετερότητα  και η αμεροληψία  του Διαμεσολαβητή είναι το βασικό συστατικό του ρόλου του Διαμεσολαβητή. Είναι κάτι βαθύτερο και ουσιαστικότερο από την προβλεπόμενη από το νόμο ανεξαρτησία του Διαμεσολαβητή και τη σύγκρουση  συμφερόντων του με τα μέρη και την υπόθεση. Είναι η ικανότητα του να διατηρεί  σε όλη τη διάρκεια της Διαμεσολάβησης  ίση απόσταση από τα μέρη και να μην διατυπώνει άποψη για τα θέματα  της υπόθεσης.

Όλοι οι Διαμεσολαβητές γνωρίζουν ότι εκείνο το οποίο πρέπει να αποφεύγουν κατά τη διενέργεια της Διαμεσολάβησης είναι να ασκούν κριτική,να ταυτίζονται με τις απόψεις της μιας ή της άλλης πλευράς,να παρέχουν συμβουλές. Αν ο Διαμεσολαβητής εμφανίζεται κατά τη διάρκεια της Διαμεσολάβησης να διατυπώνει κρίσεις για νομικά,τεχνικά, εμπορικά ή προσωπικά θέματα αυτομάτως  αυτό έχει ως συνέπεια να απειλείται  τόσο η ουδετερότητα του ως προς τα μέρη όσο και η σχέση  εμπιστοσύνης που καλείται να αναπτύξει με αυτά ως προϋπόθεση  τόσο για την υπαγωγή μιας διαφοράς σε Διαμεσολάβηση όσο και  για την επιτυχημένη έκβαση της με την επίτευξη συμφωνίας μεταξύ των μερών.

Συνήθως η εξειδίκευση του Διαμεσολαβητή σε  νομικά θέματα αποτελεί ένα αμφιλεγόμενο θέμα. Το πρώτο πράγμα που καλείται να κάνει ο Διαμεσολαβητής  είναι να σέβεται τα μέρη που συμμετέχουν στη διαδικασία της Διαμεσολάβησης. Βεβαίως είναι βασικό να κατανοεί και   τα στοιχεία της διαφοράς καθώς αυτό του δίνει τη δυνατότητα να εντοπίσει τα δυνατά και τα αδύνατα σημεία της κάθε  πλευράς στην περίπτωση που  ο Διαμεσολαβητής κατέχει νομικές ή τεχνικές γνώσεις. Ο καλός Διαμεσολαβητής πρέπει να είναι ευέλικτος και γρήγορος στην κατανόηση πολύπλοκων θεμάτων. Ένα άλλο στοιχείο της ουδετερότητας του Διαμεσολαβητή  είναι ότι δεν πρέπει να   είναι προσκολλημένος στο  αποτέλεσμα της Διαμεσολάβησης  και στην επιτυχή της έκβαση καθώς  ο ρόλος του είναι να διευθύνει και να διευκολύνει  μια διαδικασία  προς την επίτευξη συμφωνίας που όμως πάντα διαμορφώνεται  από τα μέρη και ανήκει αποκλειστικά  στα μέρη.

Μερικοί παράγοντες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν το Διαμεσολαβητή να εκφέρει  την άποψη του σε κάποιο από τα θέματα της Διαμεσολάβησης είναι στην περίπτωση που  η διαδικασία προς την επίτευξη της συμφωνίας εξελίσσετε πολύ αργά, τα μέρη  εμφανίζουν δύσκολο χαρακτήρα, ο Διαμεσολαβητής έχει στερέψει από ιδέες για το πώς θα προχωρήσει η διαδικασία, ο Διαμεσολαβητής αισθανθεί μη ηθελημένα  αντιπάθεια για κάποιο από τα μέρη ή χωρίς να το αντιληφθεί άθελα του, απολέσει την ουδετερότητα του ή ακόμη  τα ίδια τα μέρη  του ζητήσουν τη γνώμη του και εκείνος  ενδώσει στον πειρασμό να την εκφράσει  κατά τη διάρκεια της διαδικασίας.

Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ο Διαμεσολαβητής πρέπει να προσπαθήσει συνειδητά να διερευνήσει περισσότερο την υπόθεση υποβάλλοντας περισσότερες ανοικτές ερωτήσεις και αναμένοντας από τα μέρη και τους δικηγόρους τους την τοποθέτηση τους στα θέματα, να συνοψίσει  και να επαναδιατυπώσει θετικά   τις θέσεις των μερών, να διερευνήσει  πως τα ίδια τα μέρη αξιολογούν τα στοιχεία της υπόθεσης τους  ή να διερευνήσει  βαθύτερα τι είναι εκείνο που τα μέρη  πραγματικά επιθυμούν.

Η ουδετερότητα και η αμεροληψία του Διαμεσολαβητή προϋποθέτει ένα βαθύτατο σεβασμό στις διαφορετικές ιδέες και θέσεις που τα μέρη  έχουν δικαίωμα να  υποστηρίζουν και στις διαφορετικές  προσωπικότητες των ανθρώπων.

Παναγιώτα Λουκάκου
Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω
Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια – Εκπαιδεύτρια Διαμεσολαβητών