Η άρνηση είναι μια στάση που μπορεί ο Διαμεσολαβητής να αντιμετωπίσει σε οποιοδήποτε στάδιο της Διαμεσολάβησης ακόμη και πριν την έναρξη της.

Ήδη από το στάδιο της υποβολής πρότασης για προσφυγή στη Διαμεσολάβηση, είτε αυτή είναι υποχρεωτική, όπως στις υποθέσεις για τις οποίες προβλέπεται ως υποχρεωτικό προστάδιο η Διαμεσολάβηση, είτε είναι εκούσια, μπορεί να βρεθεί αντιμέτωπος με την άρνηση. Με την άρνηση του δικηγόρου ή των μερών για τον ίδιο το θεσμό της Διαμεσολάβησης, με την άρνηση της μιας πλευράς να προσέλθει και να συμμετάσχει στη διαδικασία της Διαμεσολάβησης ή με την άρνηση των μερών να καταλήξουν σε συμφωνία. Η άρνηση είναι μια πρόκληση που κάθε Διαμεσολαβητής είναι υποχρεωμένος να αντιμετωπίσει. Αναπόφευκτα λοιπόν για τον Διαμεσολαβητή προκύπτει το ερώτημα, πως διαχειρίζεται κάποιον που δεν θέλει να τον  ακούσει;

Είναι πολύ βασικό για το Διαμεσολαβητή να εντοπίσει τι ακριβώς υποκρύπτεται κάτω από την άρνηση.Τι είναι ακριβώς εκείνο που κάνει τον συνομιλητή του ή το άλλο μέρος να αρνείται να συνεργαστεί. Σίγουρα ο Διαμεσολαβητής δεν πρέπει αντιμετωπίζοντας την άρνηση επιφανειακά να την αποδώσει στη στάση ή στον χαρακτήρα του άλλου αλλά πρέπει να εντοπίσει εκείνο που υποφώσκει μέσα στον άλλο για να προσπαθήσει εν συνεχεία να μεταβάλλει τη στάση του άλλου. Μπορεί να είναι συναισθήματα όπως ο φόβος, η έλλειψη εμπιστοσύνης, ο θυμός κλπ. Έτσι ο φόβος του δικηγόρου να ακούσει τον Διαμεσολαβητή μπορεί να οφείλεται απλά στην άγνοια, στην έλλειψη δηλαδή εμπειρίας της Διαμεσολάβησης. Μπορεί παρόλο που έχει ακούσει για ένα διαφορετικό είδος επίλυσης των διαφορών να μην πιστεύει ότι αυτό μπορεί να εφαρμοστεί στην πράξη. Μπορεί ένα μέρος που καλείται να συμμετάσχει σε Διαμεσολάβηση να αισθάνεται απλά άβολα, να αισθάνεται ότι χάνει τη θέση του, ότι χαλάει την εικόνα του ως άκαμπτος διάδικος ή ότι υποχωρεί όταν αποδέχεται εν μέρει τη θέση του άλλου. Μπορεί ακόμη να απορρίπτει τη Διαμεσολάβηση απλά και μόνο γιατί προέρχεται από την άλλη πλευρά.

Μια τέτοια στάση θα πρέπει να απογοητεύσει το Διαμεσολαβητή ή να τον φοβίσει. Θα πρέπει ο Διαμεσολαβητής να υποχωρήσει; Αυτή η στάση δεν θα λύσει το πρόβλημα αντιθέτως θα επιδεινώσει την κατάσταση.Το πρόβλημα της άρνησης αποτελεί ένα πρόβλημα που εδράζεται όχι μόνο στη συμπεριφορά του άλλου αλλά και στην αντίδραση του Διαμεσολαβητή  σε αυτή τη συμπεριφορά. Για να υπερβεί ο Διαμεσολαβητής την άρνηση θα πρέπει να αντιμετωπίσει πέντε ( 5) προκλήσεις πέντε εμπόδια για την επίτευξη της συνεργασίας του άλλου όπως:

  • τα αρνητικά του συναισθήματα
  • Τις συνήθειες του
  • τον σκεπτικισμό του αναφορικά με τα προτερήματα της Διαμεσολάβησης ή της επίτευξης συμφωνίας μέσω της Διαμεσολάβησης
  • την αίσθηση προσωπικής εξουσίας
  • την δική του αντίδραση στη στάση του άλλου.

Ξεπερνώντας τα παραπάνω εμπόδια μόνο τότε ο Διαμεσολαβητής θα κατορθώσει να δημιουργήσει ένα ευνοϊκό κλίμα για τη Διαμεσολάβηση. Πως θα επιτευχθεί όμως αυτό;

Ασκώντας ο Διαμεσολαβητής έλεγχο επάνω στις δικές του αντιδράσεις επάνω στη δική του συμπεριφορά. Αποφασίζοντας να μην απαντήσει αρνητικά στην πρόκληση. Αντίθετα ο Διαμεσολαβητής πρέπει να βοηθήσει τον συνομιλητή του να διαλύσει τα αρνητικά του συναισθήματα και να τον κάνει να θέλει να τον ακούσει.

Αφόπλισε ως Διαμεσολαβητής τον συνομιλητή σου με την αποδοχή, τον σεβασμό και την ευγένεια. Τότε μπορείς να αρχίσεις να τον βοηθάς να μετακινηθεί από τη λογική της άρνησης και να αρχίσει να διερευνά μαζί σου τα οφέλη της Διαμεσολάβησης για τον ίδιο και την υπόθεση του. Μόνο σταματώντας την αντανάκλαση των επιθέσεων του συνομιλητή του ο Διαμεσολαβητής μπορεί να διαπεράσει τα τείχη που ο άλλος έχει υψώσει γύρω του, να αντιμετωπίσει τον σκεπτικισμό προς τη Διαμεσολάβηση και την επίτευξη συμφωνίας και να τον βοηθήσει να πει ναι και να συναινέσει.

Παναγιώτα Λουκάκου
Δικηγόρος Παρ’Αρείω Πάγω
Διαπιστευ
μένη Διαμεσολαβήτρια Εκπαιδεύτρια Διαμεσολαβητών