Οι οικογενειακές επιχειρήσεις αποτελούν ένα πολύ σημαντικό παράγοντα όχι μόνο της παγκόσμιας αλλά και της Ελληνικής οικονομίας. Στην Ελλάδα στην  πλειονότητα τους πρόκειται για μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην ιδιοκτησία και την λειτουργία των οποίων μετέχουν περισσότερα από δύο μέλη μιας οικογένειας.

Στις οικογενειακές επιχειρήσεις μέλη της οικογένειας εργάζονται και συμμετέχουν στο κεφάλαιο, τη διοίκηση και τη λειτουργία της εταιρείας. Σε αντίθεση με την οικογένεια, όπου οι διαπροσωπικές σχέσεις έχουν πρωταρχική σημασία σκοπός της επιχείρησης είναι πρωτίστως η κερδοφορία. Συγχρόνως με τα πλεονεκτήματα που παρουσιάζουν οι οικογενειακές επιχειρήσεις ως ένα ιδιαίτερα δυναμικό κομμάτι της οικονομίας, η ποιότητα των οικογενειακών σχέσεων, η διαδοχή νεότερων γενεών καθώς και απρόβλεπτες αλλαγές στην οικογενειακή ζωή των μελών της μπορούν να επηρεάσουν καταλυτικά την ομαλή λειτουργία της επιχείρησης.

Είναι συνηθισμένο ζευγάρια που παντρεύονται να ξεκινούν μαζί και μια επιχείρηση. Τέτοιες απρόβλεπτες αλλαγές στην οικογενειακή ζωή είναι ένα διαζύγιο ή ο θάνατος και η κληρονομική διαδοχή. Τα γεγονότα αυτά μπορεί να  αποτελέσουν την έναρξη ενός μακροχρόνιου δαπανηρού και αδυσώπητου δικαστικού αγώνα για την διεκδίκηση δικαιωμάτων στην δίνη του οποίου θα μπει αναπόφευκτα η επιχείρηση καθώς είναι συνηθισμένο να επιδιώκεται η ικανοποίηση οικονομικών αξιώσεων των συζύγων, αλλά και των κληρονόμων μέσω της δέσμευσης και επιβάρυνσης της περιουσίας της επιχείρησης ή της εταιρείας.

Οι σύζυγοι ή οι κληρονόμοι που διαφωνούν μπορεί να συμμετέχουν συγχρόνως στο διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας, όπου όμως τα πραγματικά αίτια της διαφωνίας τους δεν μπορούν να συζητηθούν  με συνέπεια οι συγκρούσεις τους να αποτελούν τροχοπέδη για τη λήψη αποφάσεων για λογαριασμό της εταιρείας. Μακροχρόνιοι δικαστικοί αγώνες αποδεικνύονται ιδιαίτερα επιζήμιοι για το μέλλον της επιχείρησης και οδηγούν στη διάλυση των οικογενειακών σχέσεων αν όχι και της ίδιας της επιχείρησης. Στις οικογενειακές επιχειρήσεις η Διαμεσολάβηση μπορεί πραγματικά να προσφέρει μια πολύτιμη υπηρεσία στην επίλυση των συγκρούσεων.

Αναθέτοντας την επίλυση της διαφοράς σε ένα ουδέτερο  και αμερόληπτο τρίτο, ένα ειδικά εκπαιδευμένο διαπιστευμένο Διαμεσολαβητή από τον κατάλογο διαπιστευμένων Διαμεσολαβητών του Υπουργείου Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τα μέρη θα συμμετάσχουν σε μια εξωδικαστική διαδικασία που προβλέπεται από το νόμο η οποία θα διεξαχθεί σε ένα πολιτισμένο και εχέμυθο περιβάλλον μακριά από τις αίθουσες των δικαστηρίων και την δημοσιότητα στην οποία θα συμμετάσχουν τα μέρη με τους δικηγόρους τους.

Στα πλαίσια της διαδικασίας Διαμεσολάβησης ο Διαμεσολαβητής μπορεί να εντοπίσει τα συναισθήματα δυσαρέσκειας  που έχουν αναπτυχθεί στο παρελθόν στα πλαίσια της οικογένειας, να βοηθήσει τα μέρη να τα υπερβούν παρέχοντας αμοιβαίες εξηγήσεις και να ανακατευθύνει  την ενέργεια τους στην συνεργασία για την επίλυση των επιχειρηματικών  προβλημάτων του σήμερα και του αύριο.

Με τον τρόπο αυτό αποφεύγουν την  πλήρη διάρρηξη των σχέσεων τους, διαφυλάσσουν την αξιοπρέπεια τους καταλήγουν σε επιχειρηματικές λύσεις πιο ήπια και πιο φιλικά προστατεύοντας τη φήμη και την αποδοτική λειτουργία της επιχείρησης τους. Οι αποφάσεις τους θα αποτελέσουν το περιεχόμενο μια αμοιβαία επωφελούς συμφωνίας.

Η συμφωνία αυτή θα ενσωματωθεί στο πρακτικό Διαμεσολάβησης που θα υπογραφεί από το Διαμεσολαβητή, τα μέρη και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους. Το πρακτικό Διαμεσολάβησης αφού κατατεθεί στη γραμματεία του αρμόδιου Μονομελούς Πρωτοδικείου έχει ισχύ ισοδύναμη με δικαστική απόφαση. Οι διαφωνίες θα έχουν επιλυθεί χωρίς σύγκρουση, εμπιστευτικά γρήγορα, οικονομικά και όσα συμφωνήθηκαν θα είναι απολύτως νομικά δεσμευτικά.

Παναγιώτα Λουκάκου
Δικηγόρος – Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια – Εκπαιδεύτρια Διαμεσολαβητών