Η Διαμεσολάβηση είναι αναγνωρισμένη, υπό προϋποθέσεις, ως βέλτιστη πρακτική και στις διεθνείς  οικογενειακές υποθέσεις απαγωγής δηλαδή υποθέσεις  που αφορούν την  παράνομη μετακίνηση ή κατακράτηση παιδιού από τον ένα  γονέα , οι οποίες διέπονται από τη σύμβαση της Χάγης 1980 για τα αστικά θέματα της Διεθνούς Απαγωγής Παιδιών.

Στην Ελλάδα η σύμβαση αυτή  ενσωματώθηκε με το Ν.2102/1992 ΦΕΚ Α΄αριθμ. φύλλου 193/92 και τον ΕΚ 2201/2003 για την επιστροφή του παιδιού. Αυτό που ίσως λίγοι γνωρίζουν είναι  ότι  το 2012  εκπονήθηκε και δημοσιεύτηκε από τη Συνδιάσκεψη της Χάγης για το Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο ένας Οδηγός Ορθής Πρακτικής δυνάμει της Σύμβασης της Χάγης της 25 ης Οκτωβρίου 1980 για τα αστικά θέματα της Διεθνούς απαγωγής παιδιών  που αφορά τη Διαμεσολάβηση. Ο Οδηγός αυτός έχει ήδη  μεταφραστεί σε είκοσι ( 20)   γλώσσες μεταξύ των οποίων προσφάτως και η Ελληνική γλώσσα και οι επίσημες εκδόσεις της δημοσίευσης αυτής διατίθενται στον δικτυακό τόπο της Συνδιάσκεψης της Χάγης   https://www.hcch.net.

Ο αριθμός των οικογενειακών υποθέσεων που προκύπτουν από τον γάμο προσώπων με διαφορετική ιθαγένεια   παρουσιάζει αναμφισβήτητα αυξητική τάση στις σύγχρονες πολυπολιτισμικές κοινωνίες. Η παράνομη μετακίνηση ή κατακράτηση παιδιού δηλαδή αυτή που γίνεται χωρίς  τη συγκατάθεση και των δύο γονέων  από τον ένα  γονέα σε τόπο διάφορο της συνήθους διαμονής του παιδιού, έχει ως συνέπεια  την απομάκρυνση από τον άλλο γονέα καθώς και την αδυναμία αυτού να συνασκήσει την επιμέλεια που μέχρι εκείνο το χρονικό σημείο διαθέτει  από κοινού ενώ συγχρόνως  τον  αποστερεί  ακόμη και από το δικαίωμα  επικοινωνίας του με το παιδί του.

Ο οδηγός αυτός μέσα από τις 118 συνολικά σελίδες του  σκοπό έχει να προωθήσει  την ορθή πρακτική στην Διαμεσολάβηση και άλλες διαδικασίες με σκοπό την συναινετική διευθέτηση διεθνών οικογενειακών διαφορών που αφορούν παιδιά που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της σύμβασης της Χάγης  με σκοπό την εκούσια απόδοση του παιδιού και τη διευκόλυνση της συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς μεταξύ των γονέων.

Γενικά γίνεται αποδεκτό ότι τα μέρη μιας διασυνοριακής διαφοράς που αφορά παιδιά πρέπει να ενημερώνονται και υπό προϋποθέσεις, να ενθαρρύνονται να καταλήξουν σε λύσεις που είναι προϊόν μεταξύ τους συμφωνίας  καθώς οι γονείς στις οικογενειακές διαφορές χρειάζεται να συνεχίσουν να συνεργάζονται και μετά το χωρισμό τους. Επίσης έχει πλέον παρατηρηθεί ότι οι συμφωνημένες λύσεις είναι οι περισσότερο βιώσιμες καθώς τα ίδια τα μέρη είναι περισσότερο πρόθυμα να τις τηρήσουν.

Και στην Ελλάδα στα πλαίσια διαδικασίας που κινήθηκε κατόπιν αιτήσεως του ενός γονέα από την προβλεπόμενη από τη Σύμβαση Κεντρική Αρχή, η οποία προκειμένου για την Ελλάδα είναι το Υπουργείο Δικαιοσύνης με τα κατά τόπους αρμόδια δικαστικά γραφεία του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, τα μέρη κατά το χρονικό διάστημα μέχρι την  εκδίκαση της υπόθεσης  τους αποφάσισαν να αποπειραθούν  με την παρουσία τρίτου ουδέτερου Διαμεσολαβητή και των δικηγόρων τους  να επιλύσουν τη διαφορά τους με Διαμεσολάβηση.

Παναγιώτα Λουκάκου
Δικηγόρος –Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια – Εκπαιδεύτρια Διαμεσολαβητών