Δύο δυναμικές επιχειρήσεις, που λειτουργούσαν υπό εταιρική μορφή, αποφάσισαν να γίνουν πρωτοπόρες και να αποπειραθούν να εμπιστευτούν για την επίλυση της εμπορικής διαφοράς τους, ιδιαίτερα μεγάλου αντικειμένου, το θεσμό της Διαμεσολάβησης, εν συνεχεία της προσφυγής της μιας πλευράς στο Δικαστήριο.

Η συγκεκριμένη διαφορά, είχε προδιαγεγραμμένη πορεία ίδια με τόσες άλλες εμπορικές υποθέσεις που καταλήγουν στα δικαστήρια με ορισμό δικασίμου και έκδοση απόφασης στο μακρινό μέλλον τόσο μακρινό που να καθίσταται εξωπραγματικό και πάντως τουλάχιστον αναποτελεσματικό εάν όχι καταστροφικό για την οικονομική βιωσιμότητα των επιχειρήσεων στη σύγχρονη οικονομική πραγματικότητα.

Κρίσιμη υπήρξε η επιλογή ενός νέου εναλλακτικού εργαλείου επίλυσης των διαφορών, της Διαμεσολάβησης η οποία επεφύλαξε στην υπόθεση αυτή μια εντελώς διαφορετική πορεία.

Η συμβολή των πληρεξούσιων δικηγόρων και των δύο πλευρών υπήρξε καθοριστική καθώς ο δικηγόρος της μίας πλευράς, ενημερωμένος στις τελευταίες νομικές εξελίξεις που αφορούσαν την εφαρμογή της Διαμεσολάβησης, στην Ελλάδα, ενημέρωσε την επιχείρηση και την πρότεινε στο δικηγόρο της άλλης πλευράς. Εκείνος με τη σειρά του επέτρεψε στους εντολείς του να την επιλέξουν και να την δοκιμάσουν. Αναζητώντας τους κατάλληλους διαμεσολαβητές εξέτρεψαν την υπόθεση από την προδιαγεγραμμένη της πορεία, καταλήγοντας  σε μια γρήγορα επιλυθείσα διαφορά με σημαντικές παράπλευρες ωφέλειες για τους εντολείς τους.

Λόγω της πολυπλοκότητας της υπόθεσης και της πολυπρόσωπης εκπροσώπησης κάθε πλευράς, επελέγησαν δύο διαμεσολαβητές που συνδιαμεσολάβησαν  συνεργαζόμενοι αρμονικά στα πλαίσια της διαδικασίας.

Σημαντικό για την έκβαση της Διαμεσολάβησης ήταν το γεγονός ότι κάθε πλευρά εντόπισε γρήγορα, με τη βοήθεια των διαμεσολαβητών, τα οφέλη που ανταποκρίνονταν στις ανάγκες της, όπως η επίλυση της διαφοράς χωρίς δημοσιότητα καθώς και οι δύο δραστηριοποιούνταν στον ίδιο γεωγραφικά χώρο και χωρίς δικαστικά έξοδα, άμεσα, εδώ και τώρα, με τη διαμόρφωση μιας λεπτομερούς συμφωνίας, με τη μορφή πρακτικού Διαμεσολάβησης, εξοπλισμένου με εκτελεστότητα από την επόμενη κιόλας ημέρα.

Η καλή προετοιμασία των διαμεσολαβητών κατά το χρονικό διάστημα που προηγήθηκε της Διαμεσολάβησης, η καλή συνεργασία των νομικών παραστατών, και κυρίως η στάση των νομίμων εκπροσώπων και των συνεργατών των εμπλεκομένων εταιριών, οι οποίοι αξιοποιώντας την εμπειρία τους, δεσμεύτηκαν και συνεργάστηκαν πάνω σε ένα κοινό πλάνο επίλυσης της διαφοράς τους, βοήθησε στην υπέρβαση του αδιεξόδου, καταλήγοντας μετά από 10 συνεχείς παραγωγικές ώρες, σε μια αίσια έκβαση πέρα από κάθε προσδοκία με την επίτευξη μιας αμοιβαία επωφελούς συμφωνίας και αποκατάσταση της μεταξύ τους συνεργασίας.

Η συγκεκριμένη υπόθεση επιβεβαίωσε στην πράξη τη Διαμεσολάβηση ως μία ταχεία και οικονομική εναλλακτική επιλογή στην επίλυση των εμπορικών διαφορών, απολύτως αναγκαία στο σύγχρονο επιχειρηματικό περιβάλλον.

Παναγιώτα Λουκάκου
Δικηγόρος-Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια και Εκπαιδεύτρια Διαμεσολαβητών