Το κρίσιμο ζήτημα της Διαμεσολάβησης στο δημόσιο τομέα και συγκεκριμένα στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης αναδεικνύεται όλο και πιο έντονα, λαμβανομένης υπόψη και της όλο και μεγαλύτερης ανησυχίας για τις δαπάνες του δημοσίου χρήματος σε όλα τα επίπεδα της διακυβέρνησης. Οι δήμοι καλούνται να επανεξετάσουν τις μεθόδους επίλυσης των διαφορών τους – είναι τόσο αποτελεσματικές, οικονομικές και άμεσες όσο θα έπρεπε να είναι;

Οι δήμοι εμπλέκονται  σε 5 κύριες μορφές συγκρούσεων:

(Α) Σε συγκρούσεις με άλλο δήμο, κοινότητα, ή τοπική αρχή

(Β) Σε συγκρούσεις λόγω συμβάσεων μεταξύ του δήμου και προμηθευτών αγαθών ή υπηρεσιών, για παράδειγμα, διαφωνίες για την κατασκευή των δημοτικών κτιρίων

(Γ) Σε συγκρούσεις στον εργασιακό χώρο, μεταξύ του δήμου και μια ένωσης εργαζομένων για την συλλογική σύμβαση ή για συμβάσεις εργασίας με εργαζόμενους

(Δ) Σε συγκρούσεις δημόσιας πολιτικής – για μια δημοτική απόφαση ή πολιτική που ο δήμος θα πρέπει να υιοθετήσει, για παράδειγμα οι διαφορές για χρήση γης και οι απαλλοτριώσεις

(Ε) Σε συγκρούσεις σχετικά με δημοτική διοίκηση – καταγγελίες από κατοίκους ή επιχειρήσεις για τη διαχείριση και άσκηση της δημοτικής εξουσίας

Οι προσπάθειες επίλυσης των διαφορών ποτέ δεν είναι πλήρεις, ποτέ δεν είναι τέλειες και ούτε όλες οι αλλαγές προάγουν την πρόοδο. Κάποιες προσεγγίσεις όμως μπορούν καλύτερα να συμφιλιώσουν τους στόχους των ακολουθούμενων πολιτικών για κοινωνική δικαιοσύνη, οικονομική πρόοδο και αποτελεσματική παροχή υπηρεσιών. Στα πλαίσια αυτά κινείται η Διαμεσολάβηση.

Η Διαμεσολάβηση εφαρμόζεται στις ιδιωτικού δικαίου αστικές και εμπορικές διαφορές, στις οποίες επιτρέπεται κατά το ουσιαστικό δίκαιο να συνομολογηθεί συμβιβασμός. Από τις ιδιωτικές διαφορές δεν υπάγονται εκείνες για τις οποίες σύμφωνα με τις διατάξεις του αναγκαστικού δικαίου δεν επιτρέπεται συμβιβασμός και η επίλυση τους υπάγεται αποκλειστικά στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων. Σκοπός της Διαμεσολάβησης είναι η εξώδικη επίλυση της διαφοράς με τη βοήθεια Διαμεσολαβητή προς επίτευξη δεσμευτικής συμφωνίας των μερών.

Μπορεί να εφαρμοστεί η Διαμεσολάβηση στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης;

Στη Διαμεσολάβηση δεν υπάγονται καταρχήν οι διαφορές δημοσίου δικαίου. Για τον χαρακτηρισμό μίας διαφοράς ως δημοσίου δικαίου ερευνάται εάν ο δημόσιος χαρακτήρας στη συγκεκριμένη έννομη σχέση βρίσκεται σε θέση πλεονεκτικότερη έναντι του αντισυμβαλλόμενου του ιδιώτη.

Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που ανήκουν στο δημόσιο δεν μετέρχονται δημόσιας εξουσίας, εξομοιώνονται κατά τη δράση τους με ιδιώτες, με αποτέλεσμα οι εκεί αναφυόμενες διαφορές, ως διαφορές ιδιωτικού δικαίου να υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων.

Εφόσον, λοιπόν, πληρείται η προϋπόθεση της διαφοράς ιδιωτικού δικαίου σωρευτικά και με τις υπόλοιπες προϋποθέσεις που θέτει ο Νόμος, η Διαμεσολάβηση είναι εφαρμοστέα, ακόμη κι αν ένα εμπλεκόμενο στη διαφορά μέρος είναι οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης, αρκεί να μην ασκεί δημόσια εξουσία.

Υφίσταται εξουσία διαθέσεως;

Η εξουσία διαθέσεως υφίσταται κατά κύριο λόγο σε απαλλοτριωτά δικαιώματα, όπως είναι τα εμπράγματα και τα ενοχικά, τα οποία διέπονται ως επί το πλείστον από κανόνες ενδοτικού δικαίου που παρέχουν στην ιδιωτική βούληση την εξουσία να ρυθμίζει ελεύθερα τις βιοτικές σχέσεις. Ανεπίδεκτα ελεύθερης διαθέσεως ως αναπαλλοτρίωτα θεωρούνται τα δικαιώματα που εκπορεύονται από διατάξεις αναγκαστικού δικαίου ή συνάγονται ως δικαιώματα αναγκαστικής φύσης.

Ποια είναι η διαδικασία;

Η διαδικασία διεξάγεται μέσα από εμπιστευτικές συνομιλίες και διαπραγματεύσεις με τη βοήθεια του Διαμεσολαβητή, ο οποίος πρέπει να είναι εξειδικευμένος και αμερόληπτος. Η ευελιξία και η αμεσότητα του χαρακτήρα της Διαμεσολάβησης, επιτρέπουν στα μέρη να επικεντρωθούν στην ουσία της διαφοράς. Αυτή η ευέλικτη αλλά διαρθρωμένη διαδικασία διακρίνει τη Διαμεσολάβηση από άλλες μορφές εναλλακτικής επίλυσης διαφορών, που στερούνται συγκεκριμένης δομής και διαδικασίας, όπως οι διαπραγματεύσεις.

Κατά τη διάρκεια της Διαμεσολάβησης, είναι πιθανό να ονοματιστούν και να επιλυθούν προβλήματα, πολύ πριν από την εμφάνιση τους και την κλιμάκωση τους σε πολύ πιο σοβαρά. Σε πολλές περιπτώσεις, η συμφωνία ίσως επιτευχθεί μέσα σε λίγες ώρες, ενώ ακόμη και σε μία σύνθετη περίπτωση μπορεί η συμφωνία να επιτευχθεί μέσα σε λίγες μέρες.

Η Διαμεσολάβηση είναι εκούσια. Ο εκούσιος χαρακτήρας σημαίνει ότι τα μέρη στο πλαίσιο της ιδιωτικής αυτονομίας έχουν την ευχέρεια, υπό την καθοδήγηση του Διαμεσολαβητή, να διαμορφώσουν τη διαδικασία και έχουν τη δυνατότητα να αποδεσμευτούν από την όλη διαδικασία, χωρίς να υποχρεώνονται στην επίτευξη συγκεκριμένου αποτελέσματος.

Η Διαμεσολάβηση είναι απόλυτα εμπιστευτική. Επειδή η εμπιστευτικότητα και η εχεμύθεια αποτελούν θεμελιώδη στοιχεία της διαδικασίας Διαμεσολάβησης, ώστε αυτή να καθίσταται ελκυστική για τους ιδιώτες, θεσμοθετείται η υποχρέωση του Διαμεσολαβητή να μη κοινοποιεί στο άλλο μέρος πληροφορίες που αντλεί κατά τις επαφές του με το ένα μέρος, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του τελευταίου

Ποιος είναι ο Διαμεσολαβητής;

Στόχος του Διαμεσολαβητή – και σε αυτό το σημείο κυρίως διακρίνεται από το διαιτητή και το δικαστή– είναι να διευκολύνει τα μέρη να επιλύσουν τα ίδια την διαφορά τους. Ο Διαμεσολαβητής δεν έχει εξουσία να αποφασίσει ο ίδιος ή να υποδείξει στα μέρη πιθανές λύσεις για την επίλυση της διαφοράς. Ουσιαστικά τα μέρη έχουν τον απόλυτο έλεγχο της συμφωνίας.

Ο Διαμεσολαβητής διασφαλίζει την τήρηση των αρχών της Διαμεσολαβητικής διαδικασίας που είναι μεταξύ άλλων:

  • η αυστηρή τήρηση της εμπιστευτικότητας
  • η ελεύθερη συμμετοχή των μερών
  • η διαχείριση των συναισθημάτων τους
  • η ελαστικότητα της μορφής της διαδικασίας
  • η ισότητα στην αντιμετώπιση των μερών
  • η αποτελεσματική επικοινωνία
  • ο μη δεσμευτικός χαρακτήρας όσων διαμείβονται (μέχρι την υπογραφή του συμφωνητικού επίλυσης της διαφοράς)
  • και η – καινοτόμος σε σχέση με τη δικαστική και διαιτητική επίλυση διαφορών – μη έκδοση απόφασης από το Διαμεσολαβητή.

Ο Νόμος καθιερώνει υποχρεώσεις στο πρόσωπο του Διαμεσολαβητή, όπως της ανεξαρτησίας, της ουδετερότητας, της αμεροληψίας και της ευθιδικίας, οι οποίες εξειδικεύονται περαιτέρω στον Ελληνικό και στον Ευρωπαϊκό Κώδικα Δεοντολογίας Διαμεσολαβητών.

Εκτελεστότητα της συμφωνίας;

Ο Νόμος εξομοιώνει ως προς την εκτελεστότητα τα αποτελέσματα του πρακτικού Διαμεσολάβησης που κατατίθεται στην αρμόδια αρχή με αυτά του πρακτικού δικαστικού συμβιβασμού. Έτσι, χωρίς να παραβλέπεται κατά το δυνατόν ο εκούσιος χαρακτήρας της όλης διαδικασίας της Διαμεσολάβησης, επιτυγχάνεται η άμεση εκτέλεση της συμφωνίας χωρίς την εμπλοκή σε άλλες δικαστικές διαδικασίες.

Σημασία του νέου θεσμού;

Κάθε μέθοδος επίλυσης διαφορών συνεπάγεται κόστος. Οι μέθοδοι επίλυσης που χρησιμοποιούνται από τους δήμους θα πρέπει να επιδιώκουν να ελαχιστοποιούν τις δαπάνες αυτές, ενώ ταυτόχρονα να πετυχαίνουν πιο ικανοποιητικές, βιώσιμες και δίκαιες λύσεις. Ο στόχος πρέπει να είναι να αλλάξει ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι ασχολούνται με τις διαφορές  μέσω ενός πλαισίου που θα ενθαρρύνει την επίλυση των διαφορών και θα αποθαρρύνει την εκδίκαση τους.

Τα περιθώρια του νομικού μας συστήματος διευρύνονται προκειμένου να αγκαλιάσουν νέους θεσμούς και πρακτικές συνεργασίας επίλυσης των συγκρούσεων, όπως είναι οι διαπραγματεύσεις και η Διαμεσολάβηση. Πρόκειται για μια πραγματική αλλαγή νοοτροπίας και τρόπου προσέγγισης των διαφορών. Γεννάει ελπίδες και υποχρεώσεις για το μέλλον και διαθέτει ανεκμετάλλευτο δυναμικό ως μέθοδος επίλυσης των διαφορών.

Η στοχευμένη συνέργεια των δήμων και του Οργανισμού Προώθησης Εναλλακτικών Μεθόδων προς αυτή την κατεύθυνση, η κατάστρωση και η έναρξη εφαρμογής ενός βιώσιμου σχεδίου προώθησης και προβολής του θεσμού, μέσω και των Πυλών που ήδη λειτουργούν σε πολλούς δήμους της Ελλάδος αποτελούν το πρώτο αναγκαίο βήμα. Η συμβολή της ΚΕΔΕ μπορεί να είναι επίσης καθοριστική στις αναγκαίες τροποποιήσεις και προσαρμογές της βασικής νομοθεσίας της διαμεσολάβησης και στη μελέτη και διερεύνηση της νομικής δυνατότητας θεσμοθέτησης διαμεσολαβητικών διαδικασιών κατηγοριών διοικητικών διαφορών.

Όπως έχει σημειώσει ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, στο δημόσιο τομέα, σε σύγκριση με τον ιδιωτικό, είναι βαθιά ριζωμένες νομικές, κανονιστικές και θεσμικές παραδόσεις  κάθε χώρας, παραδόσεις που σχετίζονται τόσο με την ιστορία, όσο και με την κουλτούρα και τα νομικά πλαίσια.

Η σημασία του όλου εγχειρήματος είναι κεφαλαιώδης. Oι προσπάθειες εμπέδωσης των αρχών της συνεννόησης και της διαπραγμάτευσης, αποτελούν όχι μόνο ένα αποτελεσματικό μέσο αποφυγής της αντιδικίας αλλά και ένα γενικό πρότυπο συμπεριφοράς και στοιχείο του σύγχρονου πολιτισμού και της παιδείας μας.

Ζωή Γιαννοπούλου,

Δικηγόρος, ΔΝ

Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια ΥΔΔΑ

Εκπαιδεύτρια Διαμεσολαβητών ΙΚΔΘ